Κάπου στη Βόρεια Μακεδονία ζει η Χατίτζε Μουράτοβα με την ηλικιωμένη μητέρα της, σε ένα χωριό χωρίς δρόμους, ηλεκτρικό ρεύμα ή τρεχούμενο νερό. Τελευταία μιας σειράς γενεών μελισσοκόμων άγριου μελιού, η Χατίτζε, ένα ακατάβλητο γέννημα-θρέμμα της φύσης, βγάζει μικρές παρτίδες αγνού προϊόντος, το οποίο και πουλάει στα Σκόπια ή στην πλησιέστερη πόλη, η οποία βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων ωρών με τα πόδια από το χωριό της.

 

Το ντοκιμαντέρ των Κότεφσκα και Στεπάνοφ παρακολουθεί στενά τη Χατίτζε να εκτελεί την καθημερινή ρουτίνα της με τη γνώση και την έγνοια μιας γυναίκας που εκπαιδεύτηκε όλη της τη ζωή να κάνει μόνο αυτό, αλλά με το αβίαστο ταλέντο της βιωματικής μελισσοκόμου. Με γυμνά χέρια και ακάλυπτο κεφάλι μιλά στις μέλισσές της, τους τραγουδάει και τους υπόσχεται πως το μισό μέλι που μαζεύει με προσοχή και σβελτάδα είναι για εκείνην και το άλλο μισό δικό τους.

 

Το ντοκιμαντέρ Στη γη του άγριου μελιού, που εντυπωσίασε στο Φεστιβάλ του Sundance κερδίζοντας το μεγάλο βραβείο της επιτροπής και κατόρθωσε να αποσπάσει διπλή υποψηφιότητα στα Όσκαρ ως ντοκιμαντέρ και διεθνής ταινία, συναρπάζει με την αξιοπρέπεια μιας δυναμικής, αταλάντευτης πρωταγωνίστριας με direct εικόνες από έναν κόσμο που θα πιστεύαμε πως έχει χαθεί στον χρόνο.

 

Την κοσμική ισορροπία διακόπτει η οικογένεια Σαμ που μετακομίζει δίπλα της. Επίσης τουρκικής καταγωγής, ο Χουσέιν, η γυναίκα του και τα 7 παιδιά τους ξεφορτώνουν και εγκαθίστανται με τη θορυβώδη ενέργεια που χαρακτηρίζει ένα πολυμελές σμάρι ανθρώπων όλων των ηλικιών, αποσπώντας αναπόφευκτα την προσοχή της. Μάλιστα, ο ένας γιος τη συνοδεύει στα μελίσσια και κάνει παρέα μαζί της. «Γιατί να μην έχω κι εγώ ένα παιδί σαν κι εσένα;» μονολογεί σε ένα παρενθετικό παράπονο που της δίνει αφορμή να ρωτήσει την κλινήρη μητέρα της γιατί απέρριψε τις προτάσεις για γάμο από συνοικέσια που είχε δεχτεί παλιότερα ‒ τελικά, ο πατέρας της είχε αρνηθεί, χωρίς να μάθουμε τον λόγο.

 

Η μητέρα βασανίζεται από μια χρόνια πάθηση στο ένα της μάτι και η 55χρονη Χατίτζε περνάει τον χρόνο της στην καλύβα τους φροντίζοντάς τη με το λιγοστό νερό που έχουν και σφουγγίζοντας με ένα πανάκι την πληγή, όταν δεν κάνει τις δουλειές της, ταυτόχρονα παρατηρώντας με διακριτικότητα αλλά και ανησυχία πως οι νέοι της γείτονες ενδέχεται να παρέμβουν σε αυτό που έχει στήσει μόνη της τόσα χρόνια.

 

Οι Κοτέφσκα και Στεφάνοφ καταφέρνουν να ενισχύσουν αυτό που αρχικά μοιάζει με εθνολογική παρατήρηση με μια σειρά από δραματικές εντάσεις, χωρίς να παρέμβουν ούτε στιγμή με πρόσθετη αφήγηση, voice over, τίτλους ή άλλες επεξηγήσεις. Άγνωστο πώς (με σκηνοθετική καθοδήγηση, από τύχη, με κεκτημένη οικειότητα, λόγω της μεγάλης χρονικής περιόδου που πέρασε το συνεργείο στο χωριό, εξού και οι 400 ώρες υλικού πριν από το τελικό μοντάζ των 87 λεπτών), η Χατίτζε δεν κοιτάζει ποτέ κατάματα τον φακό, παρότι η εγγύτητα της κάμερας θα μπορούσε να γίνει ανασταλτικός παράγοντας στις συζητήσεις και τον υπερθετικό, αξιοθαύμαστο νατουραλισμό που αγγίζει τη χαμένη αγνότητα.

 

Εκτός από το χρονικό της μοναχικής επιβίωσης μια γυναίκας στη μέση του άγριου πουθενά, σε έναν τόπο που στάζει τραχύτητα και εγκατάλειψη, το ντοκιμαντέρ Στη γη του άγριου μελιού, που εντυπωσίασε στο Φεστιβάλ του Sundance κερδίζοντας το μεγάλο βραβείο της επιτροπής και κατόρθωσε να αποσπάσει διπλή υποψηφιότητα στα Όσκαρ ως ντοκιμαντέρ και διεθνής ταινία ‒κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στο παρελθόν‒, συναρπάζει με την αξιοπρέπεια μιας δυναμικής, αταλάντευτης πρωταγωνίστριας με direct εικόνες από έναν κόσμο που θα πιστεύαμε πως έχει χαθεί στον χρόνο. Και μετά το ασταμάτητο traffic των μελισσών στα πλάνα, η σιωπηλή λήψη του φινάλε στέκει σαν τραγούδι στον άνεμο και η Χατίτζε δείχνει, επιτέλους, γαλήνια στη μοναξιά της.