Βασισμένη στο αριστούργημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ από το 1840, η κινηματογραφική μεταφορά του Ξαβιέ Ζιανολί διατηρεί την άγρια λογοτεχνική ομορφιά που ξεκινά από τον τίτλο και καταλήγει στο μεγαλειώδες πάθημα ενός φιλόδοξου επαρχιωτόπουλου (Μπενζαμέν Βουαζέν), το οποίο ξεκινά με όνειρα από την ταπεινή Ανγκουλέμ, παραβλέποντας τις πιθανότητες επιτυχίας και παρακούοντας τις συμβουλές της οικογένειάς του, για να γίνει τρανός στο Παρίσι μπλέκοντας με τους καλλιτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας, αφού πρώτα περάσει από την αγκαλιά και το κρεβάτι μιας παντρεμένης ευγενούς (Σεσίλ ντε Φρανς). Ο νεαρός πρωταγωνιστής αναδίδει τη σύγχυση και την αυτοπεποίθηση που οφείλονται στο νεαρό της ηλικίας και στην απειρία του και αποτυπώνει με αίσθηση του ευάλωτου αλλά και του γελοίου την εικόνα του ζιγκολό που ντρέπεται και διεκδικεί, καθώς και του διανοούμενου που αναγκάζεται να γίνει το παιδί για όλες τις δουλειές σε μια φυλλάδα που πουλάει εκδουλεύσεις σε κριτικές θεάτρου, μέχρι να ακουστεί η ποιητική φωνή που νομίζει πως έχει. Η δύναμη του έργου παραμένει η φόρμα του: ο Μπαλζάκ καταρρίπτει όλες τις νύξεις περί ρομαντισμού (στον έρωτα, την τέχνη, τον δημόσιο λόγο) για χάρη ενός αδιέξοδου ρεαλισμού, εμμένοντας πάντα στις βαθιά φαταλιστικές πεποιθήσεις του. Ο Ζιανολί, που θριάμβευσε στα βραβεία Σεζάρ, στρατολογεί μια πλειάδα ικανών ηθοποιών (Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ξαβιέ Ντολάν, Βενσάν Λακόστ, Ζαν Μπαλιμπάρ) για να χρωματίσει μια πλούσια πλοκή που συχνά κινείται σαν μαίανδρος με πολλά και συχνά ασύνδετα επεισόδια από το κεφάλαιο που επέλεξε να αφηγηθεί από το serial έργο το οποίο ο Μπαλζάκ δημοσίευε επί σειρά ετών, αφηγούμενος τη συναρπαστική οδύσσεια ενός χαρακτήρα μοντέρνου στο μέτρο που δεν είναι ούτε ιδεαλιστής ούτε κακόβουλος, αλλά ένα πολύπλοκο συμπίλημα εγωκεντρισμού, πάθους, αντοχής, αμετροέπειας και ευαισθησίας.