Εκτός όλων των άλλων, γλαφυρά καταγεγραμμένων λεπτομερειών για την προσωπική του ζωή, της αδυναμίας του να βρει κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των ταινιών του και της σταύρωσης του από το αγγλόφωνο κινηματογραφικό κατεστημένο, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το ότι το μοναδικό βραβείο που απέσπασε η τελευταία του δημιουργία είναι αυτό της καλύτερης αφίσας από τα Feroz Awards, με έδρα τη Μαδρίτη! Το Φεστιβάλ του Ρίφκιν εκτυλίσσεται στο Σαν Σεμπαστιάν και πρωταγωνιστεί ο αιώνιος Γούντι Άλεν, αυτήν τη φορά με τη μορφή του Γουόλας Σον. Είναι κριτικός κινηματογράφου, απογοητευμένος και αόρατος μπροστά στην αεικίνητη, (ευτυχώς ελαφρώς) νεότερη σύζυγο, η οποία γοητεύεται από τον Γάλλο σκηνοθέτη (ο Λουί Γκαρέλ σε παριζιάνικη πόζα ακριβείας) που εκπροσωπεί στο φεστιβάλ, αν και βρίσκει χρόνο να ξελογιαστεί με μια όμορφη Ισπανίδα καρδιολόγο, την Έλενα Ανάγια, που αγαπά μπουχτισμένα τον εκρηκτικό, καλλιτέχνη άντρα της (Σέργκι Πολέζ). Το σενάριο είναι παλιό, τουλάχιστον 40ετίας, και το στόρι χιλιοπαιγμένο, σε πολύ καλύτερες και αναγκαστικά φρεσκότερες παραλλαγές από τον Γούντι Άλεν στα βάθη της φιλμογραφίας του. Οι στριμωγμένοι διανοούμενοι, οι φοβίες και τα πάθη, η δειλία και η περιστασιακή γενναιότητά τους, με την απιστία και τα πνευματικά αδιέξοδα, είναι ένα αμυδρά χαριτωμένο, κουρασμένο concept που ο Άλεν δεν δείχνει πως μπορεί να χειριστεί meta-εξελικτικά ή σε διαφορετικό σχήμα, παρά την παρήγορη, σίγουρα πιο αραιωμένη ικανότητά του να γεννά ακόμη αστεία, ως γνήσιος stand-up ατακαδόρος με ανεξάτλητο knack για αφοριστικά ανέκδοτα, όπως άλλωστε φανερώνει η ετοιμοπόλεμη πένα του στην πρόσφατη αυτοβιογραφία του. Αν, πάλι, σε ένα υποθετικό σενάριο, με το Φεστιβάλ του Ρίφκιν κλείνει την καριέρα του, η τελική σκηνή ανθολογίας με τον μπεργκμανικό Κριστόφ Βαλτς είναι αρκετά αντιπροσωπευτική αναφορά στο έργο και το πνεύμα του.