Ακόμη και μέσα στον μελαγχολικό κλασικισμό του, ο μοντερνισμός του Τέρενς Ντέιβις δεν κρύβεται στην Ευλογία, την αριστουργηματική βιογραφία του συγγραφέα Σίγκφριντ (κι όχι Ζίγκφριντ, όπως θα ήθελε να ελπίζει μια λάτρις του Βάγκνερ που τον ποθεί εις μάτην) Σασούν.

 

Ποιητής του πολέμου, και πιο συγκεκριμένα των χαρακωμάτων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου, ο γόνος καλής οικογενείας Βρετανός Σασούν έχασε τον αδελφό του, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη της Καλλίπολης, και πολλούς συναγωνιστές του, επέστρεψε ελαφρώς άρρωστος και κυρίως οργισμένος, δικαιολόγησε διαπρύσια την άρνησή του απέναντι στη σύρραξη, στηλιτεύοντας τη μεθοδευμένη πλάνη εναντίον των στρατιωτών και της άδικης θυσίας τους, και, λόγω των ανδραγαθημάτων, των μεταλλίων και της αυξανόμενης φήμης του, απέφυγε το στρατοδικείο, την καθαίρεση, την ατίμωση, όχι όμως και την ψυχιατρική κλινική, όπου και οδηγήθηκε με τη συνοπτική πρόφαση του νευρικού κλονισμού. Εκεί, και με την αθόρυβα υποστηρικτική στάση του επίσης ομοφυλόφιλου διευθυντή, γνώρισε τον πρώτο του έρωτα, τον νεότερό του ποιητή Γουίλφρεντ Όουεν, τον πρώτο από τη μακρά λίστα των εραστών του.

 

Θα ακολουθούσαν ο σπουδαιότερος συνθέτης μιούζικαλ του 20ού αιώνα, πριν από την έλευση του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ, ο φαντεζί Άιβορ Νοβέλο, και ο νάρκισσος αριστοκράτης Στίβεν Τέναντ, προτού γνωρίσει και τελικά παντρευτεί την Έστερ Γκάτι, με την οποία απέκτησε έναν γιο που λάτρεψε, τον Τζορτζ, και μαζί μ’ αυτόν ένα αίσθημα ισορροπίας και ηρεμίας, παρενθετικό και προσωρινό στην ουσία του, αν και ανθεκτικό στον χρόνο. Για την ακρίβεια, συνθηκολόγησε στον έγγαμο βίο, όπως υπέκυψαν αρκετοί από την γενιά των γκέι καλλιτεχνών του Μεσοπολέμου, τότε που η παράνομη ακόμη αγάπη δεν τολμούσε να πει το όνομά της, όπως κάποτε έλεγε ο Μπόουζι, και επαναλαμβάνει ο Σασούν, χαμηλώνοντας το βλέμμα του.

 

Ενδεικτικά και χαρακτηριστικά, ο Ντέιβις αναφέρεται στον Τ.Ε. Λόρενς (της Αραβίας, τον διάσημο συγγραφέα που σκοτώθηκε νέος), ο οποίος αμέσως μετά την απότομη διακοπή της σχέσης του με τον άκαρδο Νοβέλο αναζήτησε τη λύση του γάμου ως προσωπικού και κοινωνικού παυσίπονου. 

 

Με την τεχνική που εισήγαγε στην ταινία η οποία τον έκανε γνωστό σε όλον τον κόσμο, το Μακρινές Φωνές, Ασάλευτες Ζωές, δηλαδή τα εκτεταμένα voice over στον τρέχοντα λόγο της αφήγησης, τα αργά τράβελινγκ και τα ακίνητα πλάνα στα πρόσωπα, δίνοντας με τον δικό του, κριτικό τρόπο έναν ανθρώπινο ρυθμό στην ιστορία και τον απαραίτητο χρόνο στους ηθοποιούς να εκφράσουν μύχιες σκέψεις και βιωματικά αισθήματα (με δεξιοτεχνικό επισφράγισμα το τελικό πλάνο του Σασούν καθισμένου σε ένα παγκάκι στο λυκόφως μιας ζωής που «βλέπει» μπροστά του, σπαρακτικά παιγμένο από τον Τζακ Λόουντεν), ο ριζοσπαστικός Βρετανός σκηνοθέτης μιλά για την απώλεια της ζωής και της ευτυχίας. Από μόνο του, το βιογραφικό του Σασούν είναι ικανό να γεμίσει μια δραματική ταινία, παραθέτοντάς το.

 

Ο Ντέιβις διατρέχει την ενήλικη ζωή του από τις απαρχές του Μεγάλου Πολέμου μέχρι την τακτοποιημένη του αδράνεια, ενσαρκωμένη με στεγνή απογοήτευση από τον Πίτερ Καπάλντι, στη μικροαστική μιζέρια της αγέλαστης συνταξιοδότησής του λίγο πριν από τον θάνατό του το 1967, σε πλήρη αντίθεση με την παρέλαση της καλής κοινωνίας και των μπριλάντε συνοδοιπόρων του όταν αποτελούσε τον απαραίτητο καλεσμένο στις σκηνικές απαγγελίες της εκκεντρικής Ίντιθ Σίτγουελ, των καλλιτεχνικών σαλονιών ή των παραστάσεων του Γουέστ Εντ.

 

Ο Ντέιβις εμβολιάζει τις φαρμακερές ατάκες μιας εποχής ανταγωνισμού, ευφυολογημάτων και συνωμοτικού σαρκασμού (το πικρό κληροδότημα του Όσκαρ Ουάιλντ, με τον χαρακτήρα του πνευματικού σωματοφύλακά του, Ρόμπι Ρος, παρόντα στην πλοκή, ερμηνευμένο ευθύβολα από τον Σάιμον Ράσελ Μπιλ) με την κοφτερή, επείγουσα ποίηση του Σασούν ως κινηματογραφικό σχόλιο που συχνά φέρνει αντίρρηση στις εικόνες που παρακολουθούμε ‒ αρχειακά πλάνα του πολέμου και των νεκρών του μαζί με άλματα στον χρόνο, που αντιπαραβάλλουν και υποκαθιστούν τον κενό θρήνο του γηραιού Σασούν/Καπάλντι με την προφητική ανησυχία του νεαρού Σίγκφριντ/Λόουντεν, κοινωνού μιας σφαγής που μαράζωσε το σφρίγος του. Και το κάνει σκύβοντας με σεβασμό στο τέμπο και την ιδιοσυγκρασία του έργου του Σασούν, όπως είχε κάνει και με τις περιπτώσεις της Ίντιθ Γουόρτον στο House of Mirth και της Έμιλι Ντίκινσον στο A quiet passion.

 

Εκτός από πορτρέτο ενός συβαριτικού συγγραφέα πνιγμένου στη μοναξιά του, η Ευλογία εσωκλείει στο DNA της τα αυτοβιογραφικά αντανακλαστικά του Ντέιβις, το αναπόδραστο βάρος της θρησκείας, την απατηλή προστασία της οικογένειας, τον φόβο και την ενοχή, τις λογικές αποφάσεις ενώπιον μιας καταπιεσμένης ψυχής. Η τοιχογραφία μιας γενιάς και μιας εποχής, μία ακόμη σημαντική μαρτυρία στον κατακτημένο φορμαλισμό του, γίνεται όσο περνά η ώρα μια συγκινητική ωδή στον καλλιτέχνη που τη διατρέχει. 

 

Δυσάρεστο bonus: Στον σύντομο ρόλο ενός αξιωματικού στο νοσοκομείο βλέπουμε για τελευταία φορά στο σινεμά τον Τζούλιαν Σαντς (Δωμάτιο με θέα, Το γυμνό γεύμα), ο οποίος θεωρείται εξαφανισμένος από τον περασμένο Ιανουάριο, μετά από πεζοπορία σε ορεινή περιοχή της Καλιφόρνια.