Καταρχάς, οφείλω μια απαραίτητη διευκρίνιση – ας μου επιτραπεί το πρώτο πρόσωπο. Πριν από την προβολή δεν γνώριζα απολύτως τίποτα για το υποκείμενο του ντοκιμαντέρ και, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει διαλεκτική στο φιλμ, επιφυλάσσομαι για τη σχέση μεταξύ της απεικόνισης του φαινομένου Bloody Hawk και των πραγματικών διαστάσεων και της θέσης του εντός της ελληνικής ραπ σκηνής.
Ως μη μυημένος θεατής, λοιπόν, οφείλω να παρατηρήσω ότι ως προς το περιεχόμενο της μουσικής, των στίχων, του τρόπου και των θεματικών του Bloody Hawk δεν άντλησα αρκετές πληροφορίες από το ντοκιμαντέρ, πέραν μιας αυτοβιογραφικότητας, ίσως και μιας πιο αφαιρετικής διάθεσης σε σχέση με την ευθύτητα, τη γλαφυρότητα και τη νοηματική διαφάνεια του μέσου ράπερ – τουλάχιστον όπως τον αντιλαμβάνομαι με βάση τα ελάχιστα ακούσματά μου. Ωστόσο, η ταινία χτίζει μια πολύ συγκεκριμένη αφήγηση γύρω από το πρόσωπό του, την οποία μας ξεκαθαρίζει από την αρχή και υπηρετεί καλά.
Στην εισαγωγή, λοιπόν, βρίσκουμε τον Bloody Hawk στα αποδυτήρια γηπέδου, προσβεβλημένο από γαστρεντερίτιδα, ανήσυχο για την έκβαση μιας επικείμενης συναυλίας. Μέσω crosscutting, παρατηρούμε το κοινό έξω να παραληρεί, απαιτώντας να βγει ο καλλιτέχνης. Με pep talk από τους γύρω του ώστε να βρεθεί το σθένος, η σκηνή παραπέμπει σε αθλητική ταινία, με τον αθλητή να ετοιμάζεται να βγει έξω στο γήπεδο (κυριολεκτικά) και να αντιμετωπίσει το Κτήνος – «αντίπαλος» εδώ είναι το πλήθος και οι προσδοκίες του αλλά και ο ίδιος του ο εαυτός.
Και όντως, αυτό που θα δούμε στη συνέχεια έχει τη δομή μιας αθλητικής ταινίας. Ακολουθεί το δοκιμασμένο μοτίβο του underdog story με έναν χαρακτήρα λιπόσαρκο, ταπεινών καταβολών, σχεδόν ακατάλληλο στην όψη και τη συμπεριφορά για το «άθλημά» του, που καταφέρνει σταδιακά να κατακτήσει την κορυφή. Παράλληλα, παρακολουθούμε σκηνές από τη μεγάλη περιοδεία του καλλιτέχνη το 2024, μέσα στις οποίες χτίζεται ένα (σχετικό) σασπένς γύρω από μια μεγάλη, δωρεάν συναυλία στη γενέτειρά του, την Ξάνθη.
Η ανάγκη να παρουσιαστεί όλο το crew και να εξυπηρετηθούν κάποιες χορηγικές ανάγκες διαταράσσει ελαφρώς την προσήλωση της ταινίας σε αυτό το μοντέλο σινεμά που θέλει να υπηρετήσει, ταυτόχρονα, όμως, φέρνει μια δημοκρατικότητα, την επιθυμία να πιστωθεί στον καθένα ξεχωριστά η συνδρομή του στο φαινόμενο Bloody Hawk. Κι αυτό αποτελεί ένα πειστικό αντεπιχείρημα σε κατηγορίες περί ναρκισσισμού, με δεδομένο ότι πρόκειται για ντοκιμαντέρ που έρχεται νωρίς στην καριέρα του καλλιτέχνη, μόλις στα 29 του – θα μας πείτε, ο Μπράνα έγραψε την αυτοβιογραφία του στα 30 του, θα σας απαντήσουμε «ναι, αλλά είναι ο Μπράνα».
Στο φινάλε της, τιμώντας άτυπα τον αρχετυπικό εκπρόσωπο του αθλητικού underdog story, τον Ρόκι Μπαλμπόα, η ταινία κλείνει με τη μεγάλη συναυλία στην Ξάνθη, με μια επιστροφή στις ρίζες και μια επιβεβαίωση ότι, παρά την επιτυχία, ο ήρωας παραμένει στην ψυχή εκείνο το συνεσταλμένο παιδί που σκάρωνε ρίμες με την παρέα του. Δεν έχει ξεχάσει από πού ξεκίνησε και δεν παραγνωρίζει τους «αγίους» του, αυτούς που βρίσκονται ακόμα στο πλευρό του, αλλά και όσους έφυγαν νωρίς.
Απευθύνεται το Εμείς πρωτίστως στους φαν του καλλιτέχνη; Ξεκάθαρα. Αλλά οι δημιουργοί του δεν παραμελούν τους ουδέτερους θεατές, κάνοντας σινεμά και όχι promo reel προς (εσωτερική) κατανάλωση – και θα μπορούσε εύκολα να θυμίζει το δεύτερο.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0