Κανείς δεν περιμένει μια τυπική βιογραφία από τον Μπαζ Λούρμαν. Πόσο μάλλον όταν αποφασίζει να αποκαταστήσει τον Έλβις Πρίσλεϊ, αναλαμβάνοντας παράλληλα να τον συστήσει σε μια γενιά που, ως γνωστόν, αδιαφορεί αυθεντικά για οτιδήποτε, σπουδαίο ή επουσιώδες, έχει συμβεί τον προηγούμενο αιώνα. Από τους εισαγωγικούς τίτλους ήδη, το logo της Warner εμφανίζεται πλουμιστό, με τρουκ, πολύχρωμα πετράδια και βαριά μέταλλα, με τα χαρακτηριστικά αστραφτερά αξεσουάρ που βγάζουν μάτι να κοσμούν τη γαλανόλευκη περιβολή του μετά τη στέψη του ως βασιλιά του rock‘n’roll. Στις χειρότερες στιγμές του (Australia) ο Αυστραλός σκηνοθέτης επιδίδεται σε οπτικοακουστική φλυαρία, εξαντλώντας το θέμα με βομβαρδιστικό μοντάζ και αφηγηματικές επαναλήψεις. Στις εμπνευσμένες (Moulin Rouge) πετυχαίνει αφαίρεση στην υπερβολή, δηλαδή να κρατά το συναίσθημα σε ιλιγγιώδη κλιμάκωση και τα βασικά συστατικά των χαρακτήρων ζωτικά και αναλλοίωτα, πάντα περιστρέφοντας την πλοκή γύρω από τη μουσική ή τη μουσική ενορχήστρωση των πλάνων του.

 

Παρά την υπερ-περιγραφικότητά του, το Elvis διατηρεί τους μεγάλους, καθοριστικούς σταθμούς της αδιανόητα πυκνής και τόσο επιδραστικής ζωής του Αμερικανού τραγουδιστή. Το ξεκίνημα είναι ζαλιστικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον, αφού περιλαμβάνει το βάφτισμά του στη μαύρη μουσική που άκουγε στον Νότο, την παρέα του με ανθρώπους που τον συνόδευσαν στα πρώτα του βήματα, το θαύμα του γκόσπελ που γαλβάνισε τη σκηνική του παρουσία, την επιρροή του από τα κόμικς που διάβαζε μανιωδώς στην παιδική του ηλικία, το καταλυτικό ανικανοποίητο που του κληροδότησε ανεξίτηλα η μητέρα του, μια ασαφούς έκφρασης, αν και έντονη ανάγκη για πνευματικό στήριγμα και, φυσικά, τη μοιραία γνωριμία του με τον συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ, τον κακό της υπόθεσης, έναν άνθρωπο που ουσιαστικά εφηύρε την εκμετάλλευση του πουλέν του στο μουσικό υποσύνολο της αμερικανικής show business και εξίσωσε το θέαμα του τσίρκου με την προσωπική φιλοδοξία και την καταστροφική, για τον Έλβις, απληστία του. Ήταν ο Λεξ Λούθορ που κρατούσε από τον λαιμό τον κρυπτονίτη του, τον Super-Elvis.

 

Ο Λούρμαν επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον αινιγματικό, σκοτεινό και κατά τεκμήριο πονηρό Ολλανδό λάτρη του τσίρκου και του τζόγου (που δεν ήταν συνταγματάρχης, δεν λεγόταν Τομ, ούτε και Πάρκερ, δηλαδή ήταν ένα ολοκληρωτικό ψέμα/avatar) ως φυγόκεντρη δύναμη του δράματος, γκροτέσκα φιγούρα απέναντι στο υπέρλαμπρο εκτόπισμα του πιο διάσημου πελάτη του, καθώς και κεντρικό αφηγητή μέσα από την επιτηδευμένα αντιπαθή, άνιση ερμηνεία (και θολή προφορά) του Τομ Χανκς. Ταυτόχρονα, ο θεατής τσεκάρει αναπόφευκτα τον Όστιν Μπάτλερ, τις φυσιογνωμικές και άρρητες ομοιότητές του με το εικόνισμα του Βασιλιά.

 

Το πρόσημο είναι θετικό, με κάποιους αστερίσκους: ενώ η κίνησή του είναι πολύ πειστική σε όλες τις πρώιμες και όψιμες παραστάσεις του και το πρόσωπό του, που θυμίζει μια λεπτεπίλεπτη διασταύρωση των νέων Τραβόλτα και Κίλμερ με τον original Elvis, είναι γενικά σωστό, οι σιωπηλές του σκηνές βγαίνουν στατικές και η αύρα του, ενώ πετυχαίνει τη βουτυράτη αθωότητα της προ Γερμανίας περιόδου, δεν αναδίδει την απειλή είχε στην άκρη της έκφρασής του ο Έλβις.

 

Πανέξυπνος, ο Λούρμαν το διακρίνει και «κόβει» δεξιοτεχνικά στις υστερικές, φοβισμένες θαυμάστριες από τις πρώτες συναυλίες, στις οποίες έχει μεταδώσει τον κρουστό ερωτισμό. Εύλογα δίνει χώρο στις έφηβες, αλλά επισημαίνει και τις μανάδες τους, που λοξοκοιτάζουν το επί σκηνής θηρίο σαν να είναι απαγορευμένος καρπός. Οι σκηνές αυτές είναι ηλεκτρισμένες, όπως και οι περισσότερες περφόρμανς από το Λας Βέγκας, εκεί όπου τον ξαναβρίσκουμε μετά από ένα κουραστικό 45λεπτο, στο συμβόλαιο που τον φυλάκισε στο ισόγειο του καζίνου/τάφου του.

 

Η αυλαία της ταινίας, καθηλωτική και συνάμα αποκρουστική, με τον πραγματικό Έλβις να αγκομαχά μεγαλειωδώς, χύνοντας τα σωθικά του στο πιάνο με το «Unchained Melody», φανερώνει πως ακούγαμε μεγάλο ποσοστό από τη φωνή του ίδιου του Όστιν Μπάτλερ στο μεγαλύτερο μέρος των 157 προηγούμενων λεπτών μιας συνεχούς περιδίνησης, επίτευγμα διόλου ευκαταφρόνητο. Και με τη βοήθεια του Λούρμαν, στην πλέον «λουρμανική» ταινία του, μεταμορφώνεται σε ένα νέο είδωλο, πιο ταιριαστό στον εικοστό πρώτο αιώνα, ξεπερνώντας το παιχνίδι της μίμησης και το κόλλημα με τις προσθετικές ομοιότητες και τις φυσιογνωμικές διαφορές.

 

Χωρίς να αποφεύγει την κοιλιά ακριβώς στη μέση της βασικής ραχοκοκαλιάς του Elvis (εκεί όπου η ταινία προσπαθεί να αποδείξει πως ο μοναχικός ναρκομανής κάηκε πρόωρα γιατί αναζητούσε απεγνωσμένα την αγάπη από τη μάνα, την Πρισίλα και το κοινό του) και πάντα με τη μαγική συνωμοσία της Κάθριν Μάρτιν στα κοστούμια και στα σκηνικά, ο Λούρμαν παρασύρει και αποθεώνει, ακυρώνοντας τα χρονικά εμπόδια του μουσικού παρελθόντος με το cultural meta, χρησιμοποιώντας την πρακτική που μόνο εκείνος γνωρίζει να δοσολογεί και να χρονομετρά. Στην μπαρόκ κονσόλα του, ο Έλβις μεταμορφώνεται σε μυθολογικό πλάσμα θηριώδους μελαγχολίας και η μουσική του διασταυρώνει μεθυστικά τις απαρχές του rock‘n’roll με το σημερινό χιπ-χοπ (και όχι μόνο, από Doja Cat, Pnau και Denzel Curry μέχρι Tame Impala, Maneskin και Casey Musgraves), με την ένταση στα κόκκινα.