Tο When evil lurks ξεκίνησε το ταξίδι τoυ πέρσι τον Σεπτέμβριο στο Φεστιβάλ του Τορόντο και πήρε αμέσως τον τίτλo της ταινίας τρόμου της χρονιάς. Πρόκειται για συμπαραγωγή Αργεντινής και ΗΠΑ, ένα μέρος όπου αναπόφευκτα θα μετακομίσει για να κάνει σινεμά ο Αργεντινός δημιουργός Ντέμιαν Ρούγκνα.

 

Αντικείμενο της ταινίας είναι μια επιδημία δαιμονισμών στην αργεντίνικη επαρχία με κεντρικούς ήρωες δυο αδελφούς που πασχίζουν να βγάλουν άκρη μέσα από το δαιμονικό χάος και να σώσουν εν ζωή απογόνους και προγόνους. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Ρούγκνα ότι, σε μια εποχή που τα έχεις δει όλα, καταφέρνει να διατηρήσει το στοιχείο της έκπληξης και σε κάνει να νιώσεις άβολα στο κάθισμά σου. Ακόμα κι αν έχεις καταναλώσει αμέτρητες ώρες γενναίου gore, τα πρώτα λεπτά της ταινίας είναι ικανά να σε ανακατέψουν, όχι λόγω της αποκρουστικής χρήσης των σωματικών υγρών αλλά κυρίως λόγω ενός προσεκτικά καμωμένου ηχητικού σχεδιασμού που κάνει το πύον από τις οπές του δαιμονισμένου να ακούγεται απόκοσμο, όπως αναβλύζει, αλλά και λόγω των έντονων αντιδράσεων των λοιπών χαρακτήρων στη θέα του παραμορφωμένου σώματος, στις οποίες ο φακός εστιάζει πονηρά.

 

Μιλώντας για ένταση, η ταινία κάνει επιθετικό μπάσιμο, από τα πρώτα λεπτά επιχειρεί να σε κρατήσει στην τσίτα. Επιστρατεύει επιτακτικές ερμηνείες, ένα μουσικό score που, όταν δεν μηρυκάζει Σανταολάγια, ηχεί δυσοίωνα και με στόμφο, σαν να περιγράφει το τέλος του κόσμου –μήπως αυτό περιγράφει όμως;– και μια αντίληψη της αφήγησης και του ρυθμού σαν να μην υπάρχει λεπτό για χάσιμο. Και όντως, βάσει του σεναρίου, δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για χάσιμο, το κακό εξαπλώνεται γρήγορα και μόνο αν τηρήσεις επτά συγκεκριμένους κανόνες μπορείς να του αντισταθείς.

 

Ο Ρούγκνα θα μεταχειριστεί κάθε δυνατό και αδύνατο τέχνασμα για να σε τρομάξει. Αρκετά νωρίς στην ταινία έρχεται μια αγωνιώδης σκηνή όπου, ενώ βλέπεις τη ζημιά να έρχεται, ελπίζεις ότι τελευταία στιγμή ο Αργεντινός σκηνοθέτης θα κάνει πίσω, μα εκείνος όχι μόνο δεν υποχωρεί αλλά ακόμα και μετά το σοκ της επίθεσης θα συνεχίσει τη σκηνή μέχρι τελικής πτώσης και με τους ηθοποιούς να ουρλιάζουν, θέλοντας να σου στερήσει το ευεργέτημα της ανάσας. Κι όταν ησυχάσεις επιτέλους, αναρωτιέσαι εύλογα τι θα ακολουθήσει· όταν μια τέτοια σκηνή τοποθετείται τόσο νωρίς στο έργο, φοβάσαι μήπως η κορύφωση ήρθε βιαστικά. Κι όμως, ο Ρούγκνα έχει κι άλλα ευρήματα στη συνέχεια, μέχρι να φτάσει στην καρπεντερική, νυχτερινή τρίτη πράξη που θα τέρψει τον φαν, την ίδια στιγμή που θα τον εξοργίσει. Αν δεν έγινε ήδη αντιληπτό, το When evil lurks είναι μια ταινία για γερά στομάχια. Μπορεί κάλλιστα να στιγματίσει μερίδα θεατών συνηθισμένη σε ένα «ασφαλέστερο» σινεμά τρόμου.

 

Υπάρχουν, όμως, πολλές και σοβαρές ενστάσεις για το θέαμα. Καταρχάς, στα μικρότερα, ο Ρούγκνα συστήνει επτά κανόνες επιβίωσης απέναντι στη δαιμονική απειλή, τους οποίους τσαλαπατά βάναυσα. Πότε ισχύουν, πότε δεν ισχύουν, ανάλογα με το τι μας βολεύει στην εκάστοτε σκηνή. Ακόμα κι αν μοναδικό μέλημά του είναι να προκαλέσει δυσφορία και να μας τρομάξει –spoiler alert: αυτό είναι–, όπως και να το κάνουμε, η καταστρατήγηση των κανόνων μαρτυρά μια προχειρότητα που θα «κλοτσήσει» σε όσους επενδύσουν στο φιλμικό σύμπαν και δεν μυριστούν από την αρχή ότι πρόκειται απλώς για μια κινηματογραφική βόλτα με ένα (αποκρουστικό) τρενάκι του τρόμου.

 

Στα μεγαλύτερα και πιο σοβαρά, η ταινία προσπαθεί να σοκάρει μέσω της άσκησης ακραίας βίας σε παιδιά. Ξεκινώντας από την κινηματογραφική μεταφορά του It το 2017, αυτό το ταμπού για το σινεμά τρόμου φαίνεται να έχει καταργηθεί ακόμα και στη mainstream παραγωγή, ωστόσο παραμένει ένα πολύ φτηνό τρικ πρόκλησης φρίκης, φθηνότερο και από τα απαράσκευα jump scares του multiplex-άδικου τρόμου. Κι έπειτα, μετά την πολλοστή επανάληψη, αντιλαμβάνεσαι ότι οι σχετικές σκηνές στόχο έχουν κυρίως να προκαλέσουν ομοβροντία επευφημιών και χειροκροτημάτων στις προβολές της ταινίας σε φεστιβάλ σαν το καταλανικό Sitges, οι θαμώνες των οποίων περιμένουν ευλαβικά για να πανηγυρίσουν σε στιγμές καφρίλας, σε σκηνές που ο κινηματογραφιστής ξεπερνά κάποιο όριο και προσφέρει εντελώς αμοραλιστικά ένα εξωφρενικό στιγμιότυπο ωμής, ακατάλληλης βίας – το ζητούμενο είναι η καλλιγραφία της φρίκης καθαυτή, ανεξάρτητα από τον δραματουργικό και τον σημειολογικό στόχο της. Όχι τυχαία, η ταινία έφυγε νικήτρια από το φετινό Sitges, όπου όντως οι θεατές πανηγύριζαν έξαλλα στις σχετικές σκηνές. Περαιτέρω, σε μια άλλη σκηνή ο Ρούγκνα χρησιμοποιεί τους ήχους που παράγει ένα παιδί με αυτισμό ως sound design για να προκαλέσει ένα κλιμακούμενο αίσθημα δυσφορίας – μια ατυχέστατη δημιουργική επιλογή, δεν χρειάζεται καν να μπούμε στον κόπο της επιχειρηματολογίας.

 

Κι αν όλα τα παραπάνω αφορούν τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον τρόμο ο Ρούγκνα –ως έναν σκοπό που αγιάζει κάθε μέσο–, στον πυρήνα της η ταινία του είναι βαθιά συντηρητική. Το Κακό, όπως μαθαίνουμε, ήρθε επειδή οι ενήλικες έκλεισαν τις εκκλησίες και θέλει να πάρει τα παιδιά μας. Οι ηλεκτρικές συσκευές, η πρόοδος της τεχνολογίας δηλαδή, βοηθούν την εξάπλωσή του. Και οι αμαρτίες των γονιών περνούν στα τέκνα, μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη, έτσι «ωραία» και χριστιανικά. Όσο προοδευτικός στην εικονογραφία της φρίκης παρουσιάζεται ο Ρούγκνα, τόσο σκοταδιστής προκύπτει σε όσα κρύβονται πίσω από αυτή.

 

Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που «γαργαλάει» μεν ευχάριστα τον φαν του σινεμά τρόμου μέσα σου και από μια μεριά σού αρέσει, καθώς εκτιμάς το ταλέντο του δημιουργού, μα ταυτόχρονα ενοχλείσαι με τον εαυτό σου που σου αρέσει. Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, αισθάνεσαι βρόμικος, νιώθεις ότι χρειάζεσαι άμεσα μπάνιο. Ίσως αυτό να ήταν και το ζητούμενο.