Με την καθολική αποδοχή και την οσκαρική αναγνώριση του Atlantic City, ο Γάλλος Λουί Μαλ είχε carte blanche για το επόμενο σχέδιό του επί αμερικανικού εδάφους. Εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσε στην αγορά ένα σενάριο των Γουάλας Σον και Αντρέ Γκρέγκορι, όπου οι δυο τους κάθονται σε ένα τραπέζι εστιατορίου, τρώνε και συζητούν. Έτσι το 1981, την ίδια χρονιά που η Ελλάδα είχε δείπνο με τον Αντρέα, ο Μαλ επέλεξε να γυρίσει το Δείπνο με τον Αντρέ, αυτό το εντελώς αντιεμπορικό (ως και αντικινηματογραφικό στα χαρτιά) σενάριο, το οποίο του έδωσε τη δυνατότητα να μεταφέρει επί αμερικανικού εδάφους μια εκδοχή του διαλογικού σινεμά που ανθούσε στην πατρίδα του με πρωτεργάτη τον Ερίκ Ρομέρ. Ο Ρότζερ Ίμπερτ και ο Τζιν Σίσκελ, η γνώμη των οποίων μετρούσε πολύ στη συνείδηση του σινεφίλ αμερικανικού κοινού, ενθουσιάστηκαν με την ταινία και τη στήριξαν μέσω της τηλεοπτικής εκπομπής τους στις εβδομάδες που ακολούθησαν μετά την κυκλοφορία της, αναδεικνύοντάς τη σε μικρό hit του arthouse κυκλώματος διανομής στις ΗΠΑ.

 

Στην ταινία ο Γουάλας Σον, υποδυόμενος μια εναλλακτική εκδοχή του εαυτού του, έχει κλείσει τα 36, μα ακόμα δεν έχει πιάσει την καλή ως θεατρικός συγγραφέας. Αποδέχεται κάπως απρόθυμα την πρόσκληση σε δείπνο ενός παλιού του φίλου, του Αντρέ Γκρέγκορι, επίσης θεατρικού συγγραφέα, αλλά πολύ πιο πετυχημένου, ο οποίος έλειπε για καιρό στο εξωτερικό. Καθώς συζητούν, ο Αντρέ του αφηγείται τις μεταφυσικές εμπειρίες που βίωσε στο ταξίδι του. Την αφήγησή του Αντρέ διακόπτει ο πιο πραγματιστής Γουάλας με σειρά από κάποτε επικριτικές, κάποτε διερευνητικές ερωτήσεις και με πιο προσγειωμένες τοποθετήσεις που οδηγούν τη συζήτηση σε διαφορετικά μονοπάτια. 

 

Πρόκειται για μία από εκείνες τις περιπτώσεις όπου η κατεξοχήν τέχνη της εικόνας τίθεται στην υπηρεσία του λόγου και, εν προκειμένω, του διαλόγου. Σε όλη τη διάρκεια του έργου παρακολουθούμε έναν συναρπαστικό αφηγητή κι έναν σαρκαστικό παρατηρητή να έρχονται σε μια εποικοδομητική λεκτική αντιπαράθεση. Η συζήτησή τους ξεφεύγει σύντομα από το πειραματικό θέατρο, τη φύση και τις δοκιμασίες της τέχνης τους και τον πολιτισμό και επεκτείνεται στα μεγάλα θέματα, φτάνοντας ακόμα και ως το νόημα της ζωής. Φυσικά, δεν καταλήγουν σε κάτι οριστικό, καμιά αποκάλυψη που θα ξεκλειδώσει τα μυστικά του σύμπαντος δεν συντελείται μεταξύ τυρού και αχλαδίου. Κι όμως, όταν ο Γουάλας Σον αφήνει το εστιατόριο, η μέχρι πρότινος απρόσωπη πόλη γύρω του έχει αποκτήσει προσωπικότητα, συνδεδεμένη με τις εμπειρίες του και τις ανησυχίες του. Ίσως τελικά το κλειδί να βρίσκεται σε αυτές τις μεγάλες, διεγερτικές για τον εγκέφαλο και την ψυχή συζητήσεις στα τραπέζια, μια διαπίστωση με την οποία θα συμφωνήσετε όσοι μείνετε μέχρι τέλους στην αίθουσα μαζί με τους δυο χαρακτήρες. Κι αν πάλι τίποτα δεν αποκομίσετε από το δείπνο σας με τον Αντρέ και τον Γουάλας, τουλάχιστον θα γνωρίζετε πια από ποια ταινία προέκυψε το δημοφιλές meme με τον φαλακρό τύπο που λέει ότι έκλεισε τα 36 και το μόνο που σκέφτεται είναι τα λεφτά.