Το Ρόκι δεν είναι απλώς γέννημα του Σταλόνε, είναι ο ίδιος ο Σταλόνε. Πρόκειται για ένα ανεπανάληπτο work in progress το οποίο αντανακλά μέσα στα χρόνια πού βρίσκεται ο δημιουργός του ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος. Αν αφαιρέσεις αυτό το στοιχείο, αφαιρείς και το εξωκινηματογραφικό, πλην απαραίτητο ειδικό βάρος από κάθε ταινία του franchise, κι αυτή γίνεται απλώς ακόμα ένα πυγμαχικό δράμα. 

 

Παρά τις αρχικές μας επιφυλάξεις, το πρώτο Creed θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει την υπογραφή του Σλάι, στήριζε και ενίσχυε τόσο τη μυθολογία του ήρωα όσο και την αυτοβιογραφική λειτουργία του – κι ας ήταν «παιδί» του Ράιαν Κούγκλερ. Ο Ρόκι (και ο Σταλόνε μαζί του) επέστρεφε καταβεβλημένος, σαν ένα φάντασμα από το παρελθόν, για να δώσει μαθήματα ζωής αλλά και για να διδαχθεί μέσα από αυτά, και να θυμηθεί ποιος είναι.

 

Το δεύτερο Creed αναφερόταν στην πιο camp (και διαχρονικά αγαπητή) στιγμή του franchise, περίμενες ανάλογη διάθεση, μα τελικά σου τραβούσε το χαλί κάτω από τα πόδια, κάνοντάς σε να θέλεις να κερδίσουν και οι δύο αντίπαλοι στον τελικό αγώνα – μια καινοτομία για το franchise. Αποτέλεσε, δε, τον αποχαιρετισμό του ήρωα που δίδαξε όσα χρειαζόταν στον νεαρό Άντονις και αποχώρησε, φορώντας το θρυλικό καπέλο.

 

Ο Άντονις πορεύεται πια χωρίς την πατρική φιγούρα του Ρόκι, όπως και ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν χωρίς την καθοδήγηση του Σταλόνε, μα ακολουθώντας τα χνάρια του και αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη σκηνοθεσία της ταινίας. Ο ήρωας είναι πια πλούσιος και επιτυχημένος, έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και ασχολείται με τη διοργάνωση πυγμαχικών αγώνων, όταν δέχεται την επίσκεψη ενός ξεχασμένου παιδικού φίλου που μόλις αποφυλακίστηκε. Η σεναριακή ιδιαιτερότητα και ο φόρος τιμής στο franchise είναι ότι στο Creed III κατά κάποιον τρόπο παρακολουθείς το πρώτο Ρόκι από την οπτική γωνία του Απόλο Κριντ, με τον Ντέιμ του Τζόναθαν Μέιτζορς να είναι το trash, απόλυτο αουτσάιντερ που ψάχνει την ευκαιρία να αποδείξει ότι αξίζει κάτι. 

 

Οτιδήποτε παραπάνω γράψουμε ίσως θεωρηθεί spoiler, θα χαλάσουμε άλλωστε και τη μοναδική ευχάριστη έκπληξη που επιφυλάσσει η ταινία, η οποία ξεκινά δυναμικά (και σεβαστικά) στο κινηματογραφικό ρινγκ, για να δει να της αφαιρούνται αρκετοί πόντοι στους τελευταίους γύρους, λόγω μιας αιφνιδιαστικής επιτάχυνσης της αφήγησης, που κοστίζει στη βαρύτητα και στον αντίκτυπο των γεγονότων, και λόγω φάλτσων αισθητικών δανείων –ο τελικός αγώνας φέρει έντονα την αίσθηση ενός anime‒ αλλά και της απουσίας μιας στοιχειώδους ερμηνευτικής διεύθυνσης που αφήνει έκθετο τον κατά τα άλλα ψυχωμένο Τζόναθαν Μέιτζορς. Του πιστώνεις ότι δεν γίνεται ποτέ αδιάφορο, αλλά μάλλον συναγωνίζεται το Ρόκι 3 για τη χαμηλότερη θέση στο franchise, και κερδίζει στα σημεία.