Στη Σύντομη Συνάντηση η Λόρα Τζέσον και ο Άλεκ Χάρβεϊ ερωτεύονται σε ένα τυπικό απογευματινό δρομολόγιο τρένου μετά την τσάρκα στο όμορφο Μίλφορντ: η σύζυγος και μητέρα Σίλια Τζόνσον βαριέται τη ζωή της και ο γιατρός Τρέβορ Χάουαρντ ασφυκτιά σιωπηλά στον ακυρωμένο ιδεαλισμό του. Το Βαγόνι αριθμός 6 δεν έχει τίποτα κοινό με τη μεγαλοαστική κομψότητα του κλασικού ρομάντσου του Ντέιβιντ Λιν από το 1945, εκτός από το μικρό όνομα της πρωταγωνίστριας στην ταινία και το εξαιρετικά λειτουργικό concept των δύο εντελώς ξένων μεταξύ τους ανθρώπων σε ένα τρένο. Η Λόρα (Σέιντι Χάαρλα) είναι Φινλανδή φοιτήτρια που βρίσκεται στη Μόσχα και μαθητεύει δίπλα στην ερωμένη της. Οι δυο τους είχαν προγραμματίσει να ταξιδέψουν μαζί στο Μουρμάρνσκ για να δουν από κοντά τα περίφημα πετρογλυφικά που χρονολογούνται από τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού, αλλά η Ιρίνα έχει ανειλημμένες υποχρεώσεις και ενθαρρύνει την «προστατευόμενή» της να πάει μόνη της ‒ περίπου έτσι την αποκαλούν οι φίλοι της καθηγήτριας στο πάρτι της εισαγωγής, όπου η Λόρα αισθάνεται μειονεκτικά όχι μόνο λόγω της γλώσσας αλλά και εξαιτίας της παράξενα σνομπ συμπεριφοράς της γυναίκας που έχει ερωτευθεί. Όποτε ο συρμός κάνει τις απαραίτητες στάσεις, η Λόρα βρίσκει ευκαιρία να τηλεφωνήσει στην Ιρίνα, αλλά αντιμετωπίζει ευγενική ψυχρότητα που κρύβει συγκαταβατικό πατρονάρισμα. Νιώθει μόνη, αν και ο συγκάτοικός της στο κουπέ βγάζει μια ακόμα χειρότερη αίσθηση, της απελπισίας ενός εργαζόμενου που κατευθύνεται σε έναν επαγγελματικό προορισμό σαν την καλαμιά στον κάμπο, χωρίς εμφανές κίνητρο ή αγάπη για τη δουλειά του. Ο μεταλλωρύχος Λιόκα (Γιούρι Μπορίσοφ) γίνεται αμέσως στουπί στο μεθύσι και της την πέφτει, νομίζοντας πως είναι πόρνη. Η τυχαία, αν και αναγκαστική συγκατοίκησή τους είναι προβληματική και προβλέπεται άκρως επεισοδιακή, και οι σταθμοί στη διαδρομή προς τον παγωμένο Βορρά δεν προσφέρουν ακριβώς τουριστική ανακούφιση για τη νεαρή αρχαιολόγο, καθώς, από την Αγία Πετρούπολη κι έπειτα, συναντά απρόσωπες κωμοπόλεις, τοπία χωρίς ιδιαίτερο χρώμα και έναν συμπατριώτη της με μια κιθάρα που τον βοηθά κι εκείνος της το ανταποδίδει… κλέβοντας την κάμερα και μαζί τις εξομολογητικές αναμνήσεις από το ταξίδι της. Χωρίς να επιδίδεται σε κοινωνικοπολιτική ανάλυση, ο Γιούχο Κουοσμάνεν αποδίδει ανάγλυφα τη μετά την περεστρόικα ρωσική εμπειρία μέσα και έξω από το τρένο, με τα ενσταντανέ από τις μικρές στάσεις και τον ταξικό πληθυσμό των βαγονιών, όπως μοιράζονται ανάλογα με το αντίτιμο της ατελείωτης διαδρομής. (Βρισκόμαστε σε προχωρημένα ’90s και όχι στις αρχές της δεκαετίας, όπως έγραψαν κάποιοι κριτικοί, εφόσον μνημονεύεται ο Τιτανικός σε μια τρυφερή σκηνή της ταινίας). Ο πληρέστερος εκπρόσωπος της χαοτικά παρακμιακής κατάστασης είναι ο Λιόκα, ένας μπερδεμένος μάτσο τύπος, εγκλωβισμένος ανάμεσα στον παραδοσιακό ρόλο του εργάτη και την περιρρέουσα ανομία της περιόδου. Το σασπένς αυτού του βραδυφλεγούς, υπέροχα φωτογραφημένου road movie κλειστού χώρου στη μεγαλύτερη διάρκειά του έγκειται στο αν αυτοί οι δύο ερημωμένοι ταξιδιώτες μπορούν να γίνουν εραστές του αρκτικού κύκλου ή απλώς θα πρέπει να ανεχτούν ο ένας τον άλλον με τις λιγότερες δυνατές απώλειες μέχρι το ραντεβού με το φυσικό ιστορικό μνημείο. Στην καρδιά του Βαγονιού αριθμός 6 που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών το 2021 έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το τι λένε ο αποσπασματικός, θυμωμένος και συχνά προσβλητικός Λιόκα και η κολλημένη με το παρελθόν Λόρα και τι πραγματικά εννοούν.