Η Άλις βρίσκεται σε μια συναισθηματικά κακοποιητική σχέση με έναν χειριστικό καλλιτέχνη, με την άρνηση της πραγματικότητας από την πλευρά της να εκδηλώνεται ψυχοσωματικά. Η αλήθεια που απωθεί θα φανερωθεί μπροστά της μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο στην εξοχή με τις φίλες της, οι οποίες θα συνδράμουν τη σταδιακή ενδυνάμωσή της – τι σταδιακή δηλαδή, ολοκληρώνεται μέσα σε ένα 48ωρο, τζάμπα τρώμε τα λεφτά μας σε συνεδρίες επί χρόνια εμείς οι υπόλοιποι.

 

Aν κάτι αναγνωρίζεις στη Μέρι Νάι, κόρη του αγαπημένου μας Μπιλ, στον οποίο αξίζουν φέτος όλα τα Όσκαρ του κόσμου για την ερμηνεία του στο Living, είναι ότι πασχίζει να διαφοροποιηθεί από τον σωρό, παίρνοντας τα στοιχεία του μέσου εκπροσώπου ελαφριάς (ψευδο)φεμινιστικής λογοτεχνίας και των αντίστοιχων φιλμικών διασκευών και επιχειρώντας να τα προσεγγίσει αφαιρετικά. Τόσο αφαιρετικά, όμως, που καταλήγει να στραγγίζει το δράμα από δραματικότητα και, με δεδομένο ότι τόσο το γενικότερο διαλογικό σκέλος όσο και η ανάπτυξη της ιστορίας και η σύγκρουση που φέρνει τη «λύση» έχουν τη γραφικότητα (και, κατά διαστήματα, τη γελοιότητα) της μυθοπλασίας στην οποία αναφερόμαστε, το τελικό αποτέλεσμα φαντάζει λειψό, σε βαθμό που σε κάνει να εύχεσαι η Νάι να είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στις camp απολήξεις του θεάματος.

 

Το μοντάζ πετυχαίνει να αποτυπώσει τον συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας, δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την Άνα Κέντρικ ‒ τα ανακυκλούμενα τικ δεν συνιστούν σύνθετη, ολοκληρωμένη ερμηνεία. Άλλωστε, με τις ερμηνείες της στο παρελθόν μάς έχει δώσει το δικαίωμα να περιμένουμε πολύ περισσότερα από εκείνη.