Όπως και το Benediction του Τέρενς Ντέιβις που είδαμε φέτος, το Αισθάνομαι Ζωντανός του Όλιβερ Χερμάνους είναι έργο με βαθύ λυρισμό και συναισθηματική ακρίβεια, δηλωτικό μιας πολύ βρετανικής έκφανσης της συναισθηματικής μοναξιάς. Κι όμως, πρόκειται για διασκευή του παραγνωρισμένου (έναντι άλλων στη φιλμογραφία του, και όχι τόσο επειδή αδικήθηκε στην εποχή του) αριστουργήματος του Ακίρα Κουροσάβα, Ikiru από το 1952, που με τη σειρά του ήταν μεταφορά του Θανάτου του Ιβάν Ίλιτς του Λέοντος Τολστόι.

 

Διαδραματίζεται στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’50, φιλοτεχνήθηκε αριστοτεχνικά από τον Καζούο Ισιγκούρο και, σε ένα συνεχές παιχνίδι με τη δυαδικότητα, περιγράφει το τελευταίο στάδιο στη ζωή ενός αφοσιωμένου γραφειοκράτη και απογοητευμένου άνδρα.

 

Η συγκινητική τρίτη πράξη συνοψίζει και απογειώνει τις πραγματικές, αν και απωθημένες προθέσεις του κυρίου Γουίλιαμς, ενώ το ταξίδι στον χρόνο διασχίζει συγκλονιστικά ο Μπιλ Νάι σε έναν μεγαλειώδη ρόλο που επιτέλους αναδεικνύει τη ραφιναρισμένη τελειότητα του μοναδικού του ταλέντου να κάνει τον θεατή να ταυτίζεται με έναν αξιαγάπητο άνθρωπο που κρύβεται πίσω από ένα ψυχρό προσωπείο, σε ένα αξεδιάλυτο μείγμα ιαπωνικής λακωνικότητας και αγγλικής αξιοπρέπειας ‒ ο Ισιγκούρο το έχει ξαναπετύχει με τον κύριο Στίβενς του Άντονι Χόπκινς στα Απομεινάρια μιας μέρας του Τζέιμς Άιβορι.

 

Ο ληξίαρχος που υποδύεται είναι χήρος με την πιο βαρετή ζωή που θα μπορούσε να υπάρχει, μια σειρά από επαναλαμβανόμενες υποθέσεις που βασικά μπαίνουν στο αρχείο: η αδιάκοπη διαδρομή από το σπίτι στη δουλειά και πίσω, τυπικές κουβέντες που τιμούν την ιεραρχία στο επαγγελματικό περιβάλλον και λίγα λόγια ανάμεσα στον χήρο πατέρα, τον αποστασιοποιημένο γιο και την τσαντισμένη, εξαιτίας των διεκδικούμενων κληρονομικών, νύφη του.

 

Όταν μαθαίνει από τον γιατρό του πως έχει 6 μήνες ζωής, μια δύσκολη ανακοίνωση στην οποία ο Γουίλιαμς απαντά μονολεκτικά («οπωσδήποτε», συμφωνεί), αποφασίζει για πρώτη φορά να κάνει κοπάνα και να εμπιστευθεί έναν άγνωστο, παρόρμηση που σύντομα αποσύρει. Ο νεκροθάφτης τόνων χαρτιού και ενδυματολογικά άψογος υπηρέτης ενός ανούσιου κρατικού μηχανισμού ξυπνάει από μια νεαρή συνεργάτιδά του, που ετοιμάζεται να αλλάξει δουλειά, και του μεταδίδει τη σπίθα της αισιοδοξίας που ανέκαθεν του διέφευγε.

 

Ο Γουίλιαμς χαμογελά όταν ακούει το παρατσούκλι του από την ντροπαλή συνάδελφο: ζόμπι. Δεν το αρνείται και το σκέφτεται σοβαρά, αντί να το προσπεράσει. Χωρίς εμφανείς εκφραστικές μεταπτώσεις, ο μαέστρος του understatement ξεκολλάει μια ενέργεια που λίγο καιρό πριν θα είχε πάρει την άγουσα για τη λήθη των συρταριών του περιφερειακού διαμερίσματος. Μια παιδική χαρά θα ήταν η τέλεια διαθήκη. Εδώ παρεμβαίνει η αποχρώσα πένα του Ισιγκούρο και η σκηνοθετική διακριτικότητα του νοτιοαφρικανικής καταγωγής Χερμάνους, για να αναζωογονήσουν μια ιστορία που αλλιώς θα εξελισσόταν γραμμικά κι ωραία, αν και περίπου εξίσου βαρετά με την κατάπτωση του αγέλαστου πρωταγωνιστή. 

 

Η μάχη του πρώτου ρόλου στα επερχόμενα Όσκαρ ίσως δοθεί ανάμεσα στον Κόλιν Φάρελ για τα Πνεύματα του Ινισέριν και τον Μπρένταν Φρέιζερ για τη Φάλαινα, αλλά αυτή εδώ είναι μακράν η πιο ολοκληρωμένη ανδρική ερμηνεία της χρονιάς, από τον κύριο με το άμεμπτο γούστο που ποιεί μαγεία απεχθανόμενος τα πομπώδη τρικ και το αγγλικό «παραπάνω».