Στην τρίτη του, καλύτερη και σαφώς πιο προσωπική μεγάλου μήκους ταινία του μετά το Peppermint και το Uranya, ο Κώστας Καπάκας απομακρύνεται από την ζαχαρένια αναψηλάφηση της παιδικής μνήμης, όχι όμως και από τη νοσταλγία, που δείχνει να είναι η σταθερή του θεματική. Σε αυτόν το χαλαρό, ανθρώπινο συνδυασμό road και buddy movie, ο Τάσος Αντωνίου και ο ερμηνευτικά ανώτερος Ρένος Χαραλαμπίδης, κερατωμένος σύζυγος και αποτυχημένος σκηνοθέτης αντίστοιχα, οδηγούν μια νεκροφόρα και συζητούν ασταμάτητα, ενσαρκώνοντας τα ματαιωμένα όνειρα μιας χρεόκοπημένης Ελλάδας. Μέσα από τις κουβέντες τους, τα κουσούρια της γενιάς τους φιλτράρονται από μια εφηβική αφέλεια που τους κάνει συμπαθείς και πιο χαριτωμένους, και η περιπέτειά τους καθαγιάζεται από το κυνήγι της μαγικής ώρας (το magic hour του τίτλου), σύμφωνα με την κινηματογραφική γραμματική, τη στιγμή δηλαδή που η μέρα αγκαλιάζει τη νύχτα και το μαλακό φως κολακεύει τις αιχμές, τις αμβλύνει και τις περιχύνει με το μέλι της συγχώρεσης και της φανταστικής προοπτικής για δύο άνδρες χωρίς σκοπό και μέλλον. Γυρισμένο με ταπεινά μέσα και πασπαλισμένο με περιστασιακές καταστάσεις που δεν ευνοούν πάντα τη συνοχή της υπόθεσης, το Magic Hour είναι, εκτός από μια σατιρική αλληγορία για την τρέχουσα κρίση και τη χρεοκοπία μιας σαθρής νοοτροπίας, ένας ειλικρινής απολογισμός μιας ζωής με δανεικά, μια ζεστή παραδοχή πως, αν δε μπορείς να δραπετεύσεις με το μυαλό σου (άντε και με το σπρώξιμο ενός τσιγάρου), θα κολλήσεις σ’ έναν καταθλιπτικό κύκλο που δεν βγάζει πουθενά.