O Φρανκ Γκουντ (Ρόμπερτ ντε Νίρο) δουλεύει όλη του τη ζωή σε ένα εργοστάσιο παραγωγής καλωδίων προσπαθώντας να εξασφαλίσει το καλύτερο για την οικογένειά του. Όταν πια βγαίνει στη σύνταξη, συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει επαφή με τα τέσσερα παιδιά του και αισθάνεται την ανάγκη να επανασυνδεθεί μαζί τους. Μετά από μια αποτυχημένη πρόσκληση σε οικογενειακό μπάρμπεκιου, όπου δεν εμφανίζεται κανείς, ο Φρανκ φτιάχνει τις βαλίτσες του και αποφασίζει να επισκεφτεί ο ίδιος τα παιδιά του: τον «καλλιτέχνη» Ντέιβιντ (Όστιν Λάιζι) στη Νέα Υόρκη, την Έιμι (Κέιτ Μπέκινσεϊλ) που είναι «μεγάλο στέλεχος» σε διαφημιστική στο Σικάγο, τον «διευθυντή ορχήστρας» Ρόμπερτ (Σαμ Ρόκγουελ) στο Ντένβερ, και τη μικρότερη κόρη του, τη Ρόζι (Ντρου Μπάριμορ), που είναι «χορεύτρια σε μεγάλο σόου του Λας Βέγκας».

Και μέσα από αυτό το μεγάλο ταξίδι ανακαλύπτει ότι η ζωή τους είναι λιγότερο ρόδινη από όσο την περιέγραφαν. Ο Ντε Νίρο παίζει έναν πατέρα που έχει δει λίγο τα παιδιά του. Τα έχει συνοψίσει σε επαγγελματικούς τύπους, όντας ένας άνδρας παλιάς κοπής, δουλευτής, εσωστρεφής, εξαρτημένος από τη ρουτίνα. Η υπερηφάνεια μετράει στο σύστημα αξιών του: από υπερηφάνεια δεν παραδέχεται πως η γυναίκα του τού λείπει πολύ, και από τα παιδιά του το μόνο που ζητούσε είναι να τον κάνουν υπερήφανο. Είναι η πρώτη φορά που ζητά να τα δει στον χώρο τους και δεν μπορεί να μην τα βλέπει, ή να τα ονειρεύεται, ή να τα φαντάζεται μικρά, κάνοντας αναπόφευκτα τη σύγκριση με τον χαμένο χρόνο. Remake του Stanno Tutti Bene του Τορνατόρε, η ταινία βασίζεται στην ανάγκη του γονιού να ανακουφιστεί με τη γενική έννοια του Είναι όλοι τους καλά, μια τρυφερή ευχή που σκεπάζει σαν κουβέρτα τα προβλήματα.

Με φόντο συμμετρικές οικοδομικές επιφάνειες, το ταξίδι του πατέρα κάνει στάσεις διαφωτιστικές για τον ίδιο, πικρές, τραγικές. Με χαμηλούς τόνους τοποθετεί τη σκυμμένη φιγούρα του Ντε Νίρο μπροστά σε μεγάλους όγκους, σαν έναν τουρίστα στην αχανή ιδέα της πόλης που κατάπιε τα παιδιά της. Το μεγάλο μειονέκτημα είναι η συνεχής προσπάθεια ωραιοποίησης των καταστάσεων, ένα στρογγύλεμα του ωραίου και συγκινητικού στόρι, που τουλάχιστον αφήνει τα απαραίτητα περιθώρια για να μεγαλουργήσει η εκφραστική λακωνικότητα (ως θλιμμένη μάσκα) του Αμερικανού υπερ-ηθοποιού, για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό. Μπορεί να είναι τραβηγμένη για τους δακρυγόνους, αλλά η σκηνή που πληροφορείται, αρνείται, συνειδητοποιεί και αποδέχεται μια σημαντική απώλεια στο νοσοκομείο είναι ένα τέλειο μελό μονόπρακτο. Το τραγούδι στους τίτλους τέλους από τον Πολ Μακάρτνεϊ δεν είναι αξιομνημόνευτο.