«Βασισμένο σε μια παράλογη, αλλά αληθινή ιστορία» μας πληροφορεί το φιλμ λίγο προτού ξεκινήσει η δράση μιας ληστείας σε κεντρική τράπεζα της Στοκχόλμης που από την ευκολία με την οποία γίνεται προδίδει κάτι σημαντικό, πως συμβαίνει σε έδαφος εντελώς απροετοίμαστο για όσα θα συμβούν στη συνέχεια.

 

Ληστής, όμηροι και αστυνομία είναι πάνω απ' όλα ανέτοιμοι και αμήχανοι, με αποτέλεσμα να εξηγείται εύκολα η στάση τους, αφού αποτελούν ένα σύνολο φοβισμένων χαρακτήρων σε συνθήκες υψηλής πίεσης που μάλλον δεν είχαν ξανασυναντήσει ως τότε. Κάπως έτσι εξηγείται και το «σύνδρομο της Στοκχόλμης», όρος που έμεινε από τη ληστεία και που ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος Ρόμπερτ Μπουντρό παλεύει να αποδείξει το παράλογό του, τη στιγμή που όλα στην εικόνα του μοιάζουν λογικά.

 

Το προσπαθεί βάζοντας έναν αλλοπρόσαλλο Ίθαν Χοκ να ουρλιάζει κάθε λίγο όταν ξεμένει από ιδέες, τη Νούμι Ραπάς να υποδηλώνει τη προθυμία της να τον βοηθήσει από την αρχή, εντελώς αναίτια (όταν η σχέση που χτίζουν αργότερα θα του έδινε μια πολύ καλή αιτία), και τον Μαρκ Στρονγκ να περιφέρεται με μακρύ μαλλί ως κάτι σαν κόμβος επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές, δημιουργώντας μια εντελώς αντικρουόμενη αφήγηση, σαν να σαμποτάρει το ίδιο του υλικό, αντί να ασχοληθεί με την εξήγηση των γεγονότων.