Το καλοκαίρι του 1967 βρήκε θέση στη μυθολογία της ροκ ως το περίφημο «summer of love», σηματοδοτώντας την έξαρση των παιδιών των λουλουδιών και των ψυχεδελικών συγκροτημάτων, που θα κορυφωνόταν με πάταγο δύο χρόνια αργότερα, στη φάρμα του Γιάσγκουρ, στο Γούντστοκ. Αρκετά μακρύτερα, ωστόσο, στους δρόμους του Ντιτρόιτ, δεκαετίες φυλετικής κόντρας θα έσκαγαν με κρότο ακριβώς την ίδια περίοδο, τότε που οι λευκοί νέοι της Δύσης ετύρβαζαν περί την άδολη αγάπη και την ασαφή ειρήνη. Τα ντροπιαστικά, φρικώδη γεγονότα στο μοτέλ Αλτζίερς, στην εργατική πόλη του Μίσιγκαν, αποτελούν το θέμα της περιγραφικής, αναδρομικά προοδευτικής ταινίας της Κάθριν Μπίγκελοου. Και ακριβώς για να αποφύγει τις περί ιστορικής ακρίβειας αμφισβητήσεις που συνόδευσαν το αμέσως προηγούμενο φιλμ της, το Zero Dark Thirty, η Αμερικανίδα οσκαρούχος (και μόνη γυναίκα στα 89 χρόνια του θεσμού) επέμεινε στους τίτλους τέλους πως μια δραματοποίηση ήταν απαραίτητη, καθώς οι μαρτυρίες διίστανται και κάποια από τα ντοκουμέντα δεν μεταφράστηκαν σε απτές αποδείξεις στη δίκη που ακολούθησε. Το παρατεταμένο κεντρικό περιστατικό στο μοτέλ κατέληξε στον φόνο τριών νεαρών μαύρων για αφορμή που μάλλον επρόκειτο για παρεξήγηση, και στη συνέχεια στον ξυλοδαρμό και στον εξευτελισμό άλλων ατόμων, επτά ακόμη μαύρων και δύο λευκών γυναικών –ή, όπως τις αποκαλούσαν, nigger lovers– από μια αστυνομική δύναμη κυρίως λευκών αξιωματικών, με την προσθήκη ενός μαύρου ιδιωτικού φρουρού (τον υποδύεται ο Τζον Μπογιέγκα), που στο ξεκίνημα της ταινίας ένας ομόφυλος «ταραξίας» βρίζει ως «θείο Τομ», υπενθυμίζοντάς του το ξεπούλημα του χρώματος του δέρματος και της προσωπικής του υπερηφάνειας.

 

Η εναλλαγή των κατασκευασμένων διαλόγων με τους αληθινούς μέσα στο πλαίσιο του ρεαλισμού δεν ξεπερνά τη ρηχότητα, σαν να μη βρέθηκε τίποτε ουσιαστικό να ειπωθεί ανάμεσα στους πολυάριθμους χαρακτήρες που κατακλύζουν τα επίπεδα του δράματος.

 

Η Μπίγκελοου έχει φροντίσει να κάνει επιθετική εισαγωγή με το αναβράζον κλίμα, με διεισδυτική κάμερα στο χέρι και παλιομοδίτικο πλέον κόκκο στην εικόνα, καθώς και με τους καπνούς από τα τσιγάρα και τα δακρυγόνα να εναλλάσσονται, τη στιγμή που ένα «ντου» σε παράνομο κλαμπ Αφροαμερικανών και ο αψυχολόγητος φόνος ενός μαύρου, από τα ενστικτώδη πυρά ενός νεότατου λευκού αστυνομικού ο οποίος έμεινε πανηγυρικά ατιμώρητος, δίνουν το έναυσμα πως τα χειρότερα έρχονται. Την άγνοια και την τύφλωση η Μπίγκελοου δεν παραλείπει να τις υπογραμμίζει, ενώ φαίνονται πλέον φυσικές, μετά από τόσα επιμορφωτικά ή μυθοπλαστικά παραδείγματα που έχουν μεσολαβήσει αυτά τα 50 χρόνια που κλείνουν από τη μαύρη επέτειο της απαρχής της αστικής επανάστασης, μέχρι τα μαύρα σύννεφα που ακόμη κυκλώνουν τον απατηλό ουρανό της ισονομίας στις ΗΠΑ. Αυτό που δεν καταφέρνει να επιτύχει η σκηνοθέτις του Hurt Locker είναι η εμβάθυνση σε ένα ακανθώδες θέμα σε πείσμα του φορμαλισμού, δηλαδή της επείγουσας κινηματογράφησής της και της ωμότητας που επιστρατεύει κατά ριπάς, για λόγους εντυπώσεων και ίσως ελλείψει πραγματικά αποκαλυπτικών σκηνών. Ακόμη χειρότερα, η εναλλαγή των κατασκευασμένων διαλόγων με τους αληθινούς μέσα στο πλαίσιο του ρεαλισμού δεν ξεπερνά τη ρηχότητα, σαν να μη βρέθηκε τίποτε ουσιαστικό να ειπωθεί ανάμεσα στους πολυάριθμους χαρακτήρες που κατακλύζουν τα επίπεδα του δράματος. Ως συνήθως, στην εργογραφία της Μπίγκελοου το concept ζει και περισσεύει, αλλά η ιδέα δεν υλοποιείται. Το μοναδικό σεναριακό αγκίστρι είναι η παρουσία του Λάρι Ριντ, πραγματικού μέλους των Dramatics (μιας φωνητικής μπάντας R&B που είχε σχηματιστεί λίγα χρόνια νωρίτερα και διψούσε για ένα συμβόλαιο με το σύμβολο της περιοχής, την εταιρεία Motown, αλλά δεν το κατάφερε λόγω των ταραχών), ο οποίος βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, επέζησε αλλά δεν ξεπέρασε το σοκ, εγκατέλειψε το συγκρότημα και τις εμπορικές του προοπτικές και στράφηκε στην Εκκλησία και στο γκόσπελ – εμφανές το διδακτικό στοιχείο, δυστυχώς. Είναι αδόκιμο για μια κριτική να προτείνει εναλλακτικούς τρόπους απόδοσης ενός στόρι, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιλογή του ντοκιμαντέρ σίγουρα θα έβγαζε αλήθεια, συγκίνηση και ενδεχομένως περισσότερες πληροφορίες για μια συγκεχυμένη, αν και εξαιρετικά σημαίνουσα, μαύρη τρύπα.