Στα ερωτήματα δεν δίνει σαφή απάντηση ο Γκριν, καθώς στην ερωτική ιστορία πλανάται η αμφιβολία για το κίνητρο του Πίνκι: πρώτον, αν είναι δυνατόν ένας τέτοιος τύπος να αγαπήσει πραγματικά, και, δεύτερον, αν μέσα από το συμφέρον να κρατάει δίπλα του μια κοπέλα-κλειδί στην υπόθεση δολοφονίας και να την παντρευτεί για να μην μπορεί εκείνη να καταθέσει εναντίον του τρύπωσε το άδολο συναίσθημα μπροστά στη συγκινητική αθωότητα και άνευ όρων παράδοσή της στα χέρια του. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες της μαζικής λογοτεχνίας να ασχοληθεί με το πώς το κακό φωλιάζει στην καρδιά ενός νέου ανθρώπου, χωρίς να κουράζεται με την αιτιολογία της καταγωγής του. Προσπαθώντας να δώσει μια τροπή στην πρωτότυπη πηγή, ο Ρόουαν Τζοφέ, γιος του υποψήφιου για Όσκαρ σκηνοθέτη της Αποστολής και των Σκιών στη σιωπή Ρόλαντ Τζοφέ, μετατόπισε τη δράση, από το 1939, στο ξέσπασμα της βρετανικής νεολαίας το 1964, τότε που οι Mods και οι Rockers έπαιρναν τα σκήπτρα από την κατήφεια και τον συντηρητισμό της γενιάς του πολέμου.

Άλλωστε, η ερμηνεία του Ρίτσαρντ Ατένμπορο στην εκδοχή του 1947, σε σκηνοθεσία Τζον Μπόουλτινγκ, παραμένει υποδειγματική, ένα έξυπνο μπόλιασμα του κυνισμού των Αμερικανών γκάνγκστερ του σινεμά με μια βρετανικού τύπου λαϊκή ένταση. Ο Σαμ Ράιλι είναι ένα υβρίδιο: εισάγεται στο φιλμ ως ένα φοβισμένο παιδί που χάνει τον μέντορά του. Επιχειρεί να πάρει εκδίκηση, αλλά δεν έχει τα κότσια και η ζωή τού χαρίζεται από έναν κακοποιό που τον προειδοποιεί πως, αν τραβήξει μαχαίρι, πρέπει να το εννοεί πραγματικά. Ως μέλος της ακέφαλης συμμορίας σκληραίνει σύντομα, αν κι η βουτυρένια φάτσα του δεν προκαλεί σεβασμό αρχικά. Του συμβαίνουν πράγματα με τρομερή ταχύτητα, τέτοια που αδυνατεί να επεξεργαστεί την εξουσία του. Διαισθάνεται πως αυτός έχει τις απαραίτητες αρχηγικές τάσεις, την ίδια στιγμή που η Ρόουζ παραδίδεται στα καπρίτσια του, αφοπλιστικά και αμαχητί.

Ενδιαφέρον έχει και το κομβικό Μπράιτον, ένα αγγλικό ορόσημο διακοπών, απόδρασης για μεγάλους και κυρίως για μικρούς, σταυροδρόμι χαράς και ανεμελιάς, που εδώ συμβολίζει το σημείο ραντεβού της νεολαίας της εποχής όπως και την κρυψώνα των κακοποιών ανάμεσα στο πλήθος, αλλά και κάτω από την αποβάθρα, ανάμεσα στους πασσάλους. Μεγαλωμένοι ως ρωμαιοκαθολικοί, ο Πίνκι και η Ρόουζ (ο Ροζούλης και η Ροδιά, κατ’ ευφημισμόν) θέλουν να ξεφύγουν από διαφορετικές καταστάσεις. Αυτός εκβιάζει τον σεβασμό με θράσος και βία κι εκείνη καταβροχθίζει το παραμύθι του έρωτα. Αμφότεροι είναι αφελείς, αλλά ο Πίνκι το αγνοεί. Και στις δυο περιπτώσεις η απόληξη του Μπράιτον είναι οι δυο όψεις του ουρανού: από πάνω ο παράδεισος με τα χρώματα και τις μουσικές, και κάτω ένας υγρός τάφος, μια κόλαση.

Όλοι οι άλλοι χαρακτήρες είναι σχηματικοί στην ταινία, με μεγαλύτερο ξόδεμα την παρουσία της μεγάλης Έλεν Μίρεν στον ρόλο μιας γυναίκας με εμπειρία και κριτήριο που έχει αδυναμία στη Ρόουζ και πασχίζει να την προστατέψει. Και παρά τις αρετές της διασκευής, το έργο δεν παύει να είναι βαρετό και προφανές, κυλώντας με δυσκολία σε ένα μυθιστορηματικό, μελό και στρογγυλεμένο φινάλε.