Με το τέλος του απαρτχάιντ, η Νότια Αφρική ήταν ακόμη μια βαθιά διχασμένη χώρα. Ο Νέλσον Μαντέλα, χαρούμενος που ανέλαβε, έβλεπε πως το όνειρο της ζωής του κινδύνευε να γίνει ένα πικρός εφιάλτης καθώς το όχημα δεν τσούλαγε σωστά και η ψυχή της χώρας δεν ανέβαινε με τίποτε. Η εκατέρωθεν καχυποψία έχρηζε μιας δυναμικής και μυαλωμένης ενέργειας. Όπως και κατά τη διάρκεια της 26ετούς φυλάκισής του το ποίημα «Invictus» του έδινε κουράγιο, η παρηκμασμένη εθνική ράγκμπι, το καμάρι των λευκών που έχανε λάδια μετά από χρόνια μποϊκοτάζ της χώρας από τις διεθνείς διοργανώσεις, ήταν η αιχμή του δόρατος για τη συμφιλίωση, η πηγή έμπνευσης του Μαντέλα για ένα σχέδιο στρατηγικής, υπομονής και επιμονής, αφού δεν μπορούσε να ανατρέψει την αντιπαλότητα δεκαετιών με έναν πραξικοπηματικό εντυπωσιασμό.

Παρά την αρνητική συμβουλή των πιο κοντινών του ανθρώπων, ο Μαντίβα, όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά, διατήρησε τα χρώματα, τις στολές και τον ύμνο της ομάδας, εμπιστεύτηκε τον αρχηγό Φρανσουά Πινάρ, τον γοήτευσε με τη ζεστή φιλοσοφία ζωής που διαθέτει, έβγαλε την ομάδα στις γειτονιές για να γίνει γνωστή στους απλούς κατοίκους και τα παιδάκια, και έβαλε πλώρη για τα τελικά του 1995 που θα λάμβαναν χώρα στη Νότια Αφρική. Και το πέτυχε, με ένα θαύμα ανάλογο της δικής μας Εθνικής στο Euro. Ο Ίστγουντ δεν κρύβει το θαυμασμό του για τον Νέλσον Μαντέλα και, στη χειρότερη περίπτωση, κάνει ένα πονηρό χιούμορ, βάζοντάς τον στη θέση του αφελούς οπαδού που έμμεσα παραδέχεται πως τα σπορ είναι το ιδανικότερο πολιτικό όπλο για να ενώσει τον κόσμο όταν η πολιτική αδυνατεί.

Ο οίστρος του Αμερικανού σκηνοθέτη είναι παρών, και δρα με σιγαστήρα: ξεκινάει με την προσπάθεια να κατανοήσει πότε ήταν η στιγμή που ο Μαντέλα ανακατεύει τα χρώματα στην τράπουλα της χώρας του και τελειώνει ως sports movie, με ένα μεγάλο παιχνίδι σκηνοθετημένο χωρίς λόγια και σχόλια, μόνο με τις αντιδράσεις του πλήθους και τον φυσικό ήχο απ' τον αγωνιστικό χώρο. Χωρίς να υστερεί φανερά στη διαδρομή της από την πρόθεση στο αποτέλεσμα, η ταινία Ανίκητος είναι ένα αρμονικό παράδειγμα προβλέψιμου ακαδημαϊσμού από έναν δημιουργό που πολλές φορές έχει αποδείξει πως με την κλασική κινηματογράφηση του παλιού μπορεί να δώσει φρεσκάδα και ενέργεια σε ουμανιστικά θέματα με τους πιο απίθανους πρωταγωνιστές.

Φυσικά βρίσκει το βάθος και τις στιγμές με απλότητα και χάρη, όπως όταν η κόρη του Μαντέλα τον ψέγει με κοφτές και πικρές κουβέντες - μια από τις ελάχιστες σκηνές όπου ο φιλότιμος Μόργκαν Φρίμαν δεν προφέρει σοφίες σαν να είναι ζωντανό εικόνισμα με συχνότητα που ακόμη και ο Γκάντι του Ατέμπορο δεν τολμούσε. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Πινάρ του Ματ Ντέιμον: είναι ένας αθλητής του ράγκμπι, δεν το ξεχνάμε, όχι διανοούμενος, ωστόσο αναμασάει τα συνθήματα της νίκης σαν υπνωτισμένο ρομπότ που υπακούει εντολές. Κατά βάση, ο Ανίκητος είναι ένα μεγάλο και βαρύ φιλμ, χωρίς εντάσεις και ανατροπές, όπως ακριβώς λείπουν οι γωνίες στον αγιογραφημένο Μαντέλα.