Μιλώντας με τον 71χρονο Ρίντλεϊ Σκοτ, που δεν λέει να το βάλει κάτω και δεν διστάζει να αναλαμβάνει απαιτητικές, εξαιρετικά δυναμικές πολεμικές περιπέτειες με σύγχρονο περιεχόμενο, είναι σαν να διαβάζεις τις ταινίες του. Του κάνω μια τεχνική ερώτηση και χαίρεται σαν μικρό παιδί. Αναλύει πώς γυρίζει πάντα σε φιλμ, γιατί δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να συλλάβει την τέλεια και τόσο λεπτομερή εικόνα δράσης, και μοντάρει με την άνεση που επιβάλλει η προχωρημένη ηλικία του σε avid, με φορτωμένα αρχεία σε ψηφιακή μορφή, χωρίς να χρειαστεί να σπαταλήσει μήνες στο post production, όπως συνέβαινε παλιότερα. Εκθέτει τις φιλελεύθερες πολιτικές του απόψεις με χαμηλούς τόνους, σαν να μιλάει για το προφανές. Επίσης βαριεστημένα πετάει συμπυκνωμένα συμπεράσματα για τη φύση μιας ταινίας όπως η Πλεκτάνη: «Η μόνη λύση για να γυρίσεις μιλιταριστικό φιλμ είναι να επιλέξεις να το κάνεις αντι-μιλιταριστικό». Θα αναφέρει τη μεγάλη του αρετή, το αετίσιο μάτι του, εννοώντας τη ματιά που δεν κάνει λάθος στα ψιλά γράμματα και τις λεπτομέρειες που οδηγούν στον πλούτο μιας λήψης, ενός κάδρου, μιας σκηνής. Συνολικά, περιγράφει τη μεγάλη του αγάπη για τη διαδρομή της κινηματογραφικής αφήγησης μέσα από ηρωικές ιστορίες αντιηρώων που πιάστηκαν στο δόκανο ιστορικών συγκυριών.

Τελικά τι είναι ο Σκοτ; Ένας, μ' άλλα λόγια, παραγωγός, ένας κινηματογραφικός τυχοδιώκτης/ιμπρεσάριος, μεταμφιεσμένος σε σκηνοθέτη; Κάποιοι επιμένουν να τον παρουσιάζουν ως έναν προηγμένο διαφημιστή. Η απάντηση είναι τέσσερις λέξεις. Blade Runnerκαι Alien. Ο Σκοτ άργησε να ανθίσει - μέχρι τα σαράντα του ξεσκόνισε το συντακτικό των commercials. Κι έπειτα αποφάσισε να αφηγηθεί ιστορίες με ζαλιστικό visual γρονθοκόπημα υψηλού γούστου, με μερικές κάκιστες εξαιρέσεις που δικαιούται σαν άνθρωπος. Και πρόσφατα, ασχολείται με ενδιαφέροντα αποτελέσματα, με ιερούς και ανίερους πολέμους γύρω από την Αμερική, το φονταμενταλισμό, ή και τα δύο. Για να είμαι πιο ακριβής, στο Βασίλειο του Ουρανού, στο Μαύρο Γεράκι και τώρα στην Πλεκτάνη εξετάζει τις διαφορές ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή μέσα από περιγραφικές και ψυχαγωγικές male περιπέτειες, πιο βαθιές και περίπλοκες από ό,τι φαίνονται. Εδώ, ο Ρότζερ Φέρις (Λεονάρντο ντι Κάπριο), ο καλύτερος πράκτορας της Αμερικανικής Υπηρεσίας Αντικατασκοπίας, ειδικεύεται σε αποστολές σε περιοχές όπου η ανθρώπινη ζωή χάνει κάθε αξία στο βωμό της συλλογής πολύτιμων πληροφοριών. Με αποστολές στην άλλη άκρη του κόσμου, η ζωή του συχνά εξαρτάται από τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής ασφαλείας - αυτή του βετεράνου της CIA Εντ Χόφμαν (Ράσελ Κρόου). Καταστρώνοντας τη στρατηγική του από ένα laptop κάπου στα προάστια, ο Χόφμαν παρακολουθεί στενά έναν ανερχόμενο ηγέτη τρομοκρατών, ο οποίος έχει οργανώσει άρτια μια εκστρατεία βομβαρδισμών, διαφεύγοντας του πιο εξελιγμένου δικτύου αντικατασκοπίας στον κόσμο. Για να δελεάσει τον τρομοκράτη και να τον αναγκάσει να αποκαλυφθεί, ο Φέρις θα πρέπει να διεισδύσει στο σκοτεινό κόσμο του. Όσο όμως πλησιάζει το στόχο του, τόσο περισσότερο ανακαλύπτει ότι η εμπιστοσύνη είναι μια επικίνδυνη πολυτέλεια από την οποία εξαρτάται η ζωή του. Τελικά ακολουθεί το ένστικτό του και διαπιστώνει πως, πέρα από τον πατριωτισμό και μερικές συμμαχίες, είναι ένας έρημος άνθρωπος σε έναν ξένο τόπο, καταδικασμένος να πορεύεται μόνος, αν θέλει να βρει πραγματικά ποιος είναι.

Εκτός από το πιεσμένο φινάλε, η αντίστιξη του πονηρού Ράσελ Κρόου (ο χοντρός με το bluetooth που δεν δίνει στόχο) με το στοχαστή Λιονάρντο ντι Κάπριο (κινούμενος στόχος με κρυφή συμπόνια για τα υποψήφια θύματα μιας πολιτικής που σταδιακά αμφισβητεί), επιβραβεύεται, έστω και με κόπο. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ επιβάλλει τη στρατηγική του: μέσα στη σκόνη και το χαμό πυροβολεί με το φακό ακριβείας του προς πάσα κατεύθυνση, υπονοώντας πως ούτως ή άλλως οι πίστες του πολέμου στα χαρακώματα της αντικατασκοπίας, στα κελιά των βασανιστών και στις σπηλιές στην έρημο είναι μια μπερδεμένη υπόθεση που προσφέρεται για κινηματογραφικό κρυφτούλι με γυαλισμένη, ντοκιμαντερίστικη ματιά.