Χρειάστηκε να ανακαλέσει μνήμες της παιδικής και νεανικής του ηλικίας, καθώς και να ανασυνθέσει κατά προσέγγιση σκηνές που συνέβησαν πριν από σαράντα και πλέον χρόνια, σκαλίζοντας το υποσυνείδητό του, για τις ανάγκες της πιο προσωπικής, εν πολλοίς αυτοβιογραφικής ταινίας του, Roma, που κέρδισε, διά χειρός Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, προέδρου της κριτικής επιτροπής, τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2018, είναι υποψήφια για Χρυσές Σφαίρες Σεναρίου, Σκηνοθεσίας και Ξενόγλωσσης Ταινίας και σίγουρα θα πρωταγωνιστήσει στα επερχόμενα Όσκαρ.

 

Δεν είναι απαραίτητο για έναν μεγάλο σκηνοθέτη να αυτοβιογραφείται ‒ ο Χίτσκοκ και ο Κιούμπρικ δεν το έκαναν ποτέ, και ο Γουέλς, έμμεσα. Αλλά όποτε συμβαίνει αυτό, όπως με τον Φελίνι, και μάλιστα δύο φορές, με το Amarcord και το 8 1/2, τον Γούντι Άλεν με τον Νευρικό Εραστή και τις υπόλοιπες παραλλαγές του ψυχισμού του, τον Μπέργκμαν με το Φάνι και Αλέξανδρος ή με τον Τριφό στα 400 Χτυπήματα, και σίγουρα με τον Καθρέφτη στην κορυφή του είδους, η μεγάλη επιτυχία μεταμορφώνεται σε μικρό καλλιτεχνικό θαύμα.

 

Με χρηματοδότηση του Netflix και επιλεγμένη κινηματογραφική διανομή σε όλο τον κόσμο, πρόκειται για μια κινηματογραφική επιστολή γεμάτη αγάπη και τρυφερότητα προς τις γυναίκες που τον μεγάλωσαν στη μεσοαστική συνοικία Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, τις υπηρέτριες και τις νταντάδες που με αυταπάρνηση και γενναιοδωρία, ταπεινά και αθόρυβα, προστάτεψαν και γαλούχησαν γενιές παιδιών.

 

Μια κινηματογραφική επιστολή γεμάτη αγάπη και τρυφερότητα προς τις γυναίκες που τον μεγάλωσαν στη μεσοαστική συνοικία Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, τις υπηρέτριες και τις νταντάδες που με αυταπάρνηση και γενναιοδωρία, ταπεινά και αθόρυβα, προστάτεψαν και γαλούχησαν γενιές παιδιών.

 

Παρακολουθώντας, παράλληλα, την προσπάθεια της μητέρας, της Σοφία, που προσπαθεί να κρατήσει κρυφή από τα τρία παιδιά της την ένταση στη σχέση με τον σύζυγο, με την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της βασικής καμαριέρας, της Κλεό, καθώς ο πατέρας του παιδιού, ένας απερίσκεπτος νέος που ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες αρνείται να αναγνωρίσει τη «συμμετοχή» του, ο Κουαρόν παρεμβάλλει στο δράμα οικογενειακών ισορροπιών και διαπροσωπικών σχέσεων το πέρασμα της χώρας του σε μια καινούργια περίοδο, τις αναταραχές και τις διαδηλώσεις, όπως συμπίπτουν με τη μετάβαση των ηρώων στο τέλος της αθωότητάς του, κυριολεκτικά και συμβολικά.

 

Για πρώτη φορά (με εξαίρεση τον Χάρι Πότερ), ο Μεξικανός σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να συνεργαστεί με τον Τσίβο, με τον οποίο είχαν ήδη προετοιμάσει όλες τις σκηνές. Με το έμπιστο τρίτο μάτι του στην κάμερα εκτός σχεδίου, ο Κουαρόν, αποφασισμένος να μην εμπιστευτεί ξενόγλωσσο οπερατέρ λόγω της αμεσότητας και των αποχρώσεων της γλώσσας και του ιδιώματος, δεν είχε άλλη επιλογή από το να προσλάβει... τον εαυτό του στην καίρια θέση.

 

Άλλωστε, από την εποχή των μικρού μήκους ταινιών του τη δεκαετία του '80 είχε σκληραγωγηθεί σε όλα τα πόστα, εκτελώντας χρέη μπούμαν, τεχνικού και μοντέρ. Χρησιμοποιώντας την τελευταία κάμερα Alexa, κατόρθωσε να φτιάξει ένα άνευ προηγουμένου μονοχρωματικό γκρίζο, στιλπνό και πηχτό, σχεδόν τρισδιάστατο, ονειρώδες και οπτικά υποβλητικό, ως βασικό πρωταγωνιστή της νοσταλγικής περιήγησής του στο παρελθόν, που απογειώνεται ανατρεπτικά και δυναμικά στην τρίτη πράξη της ταινίας.

 

Με κομψά πανοραμικά πλάνα που καλύπτουν διαυγώς και αδιαλείπτως τον «πραγματικό χρόνο», που μονίμως αναζητά στις συνθέσεις του, ο άνθρωπος που στις δύο προηγούμενες ταινίες του, τα Παιδιά των Ανθρώπων και το Gravity, ατένισε εξεταστικά και κριτικά το μέλλον και το Διάστημα αντίστοιχα, ψάχνοντας τις κατάλληλες απαντήσεις στις ανησυχίες του, βρήκε καταφύγιο στη ζεστή αγκαλιά μιας όχι πάντα ανέφελης παλιότερης εποχής, δηλώνοντας απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα για πρώτη φορά στην καριέρα του. Ταυτόχρονα, και διόλου συμπτωματικά, υπογράφει την καλύτερη ταινία του, ένα μαεστρικό ποίημα ψηφιακού νεορεαλισμού.