Με τα καλύτερα υλικά του είδους να δίνονται απλόχερα στο ξεκίνημα, όπως το στοιχειωμένο γοτθικό μοναστήρι σε έρημο και ομιχλώδες τοπίο της Ρουμανίας, μια κατάρα αιώνων και η τρομακτική από το βαρύ μακιγιάζ μορφή της ηρωίδας που χάρισε τσιρίδες στο δεύτερο Conjuring, η Καλόγρια προσπαθεί να μας διηγηθεί απευθείας το origin story της, σε αντίθεση με την Άναμπελ που χρειάστηκε δύο ταινίες γι' αυτό.

 

Το δικό της είναι βασισμένο στην προαιώνια μάχη του Καλού με το Κακό, γεμάτο σύμβολα και τις δύο δυνάμεις να μάχονται πλάι στους εκπροσώπους τους, με μια ευπρόσδεκτη προσθήκη χιούμορ σε λίγα σημεία, όμως, παρά το αρχικό εύλογο ενδιαφέρον που έχει, πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε θρίλερ της σειράς.

 

Οι ελευθερίες στην αφήγηση που συγχωρεί κανείς στο είδος του μεταφυσικού τρόμου εδώ μεταβάλλονται σε μια στοίβα από αφελείς ιδέες που συνθέτουν μια ασύνδετη και χωρίς ρυθμό ταινία.

 

Οι ελευθερίες στην αφήγηση που συγχωρεί κανείς στο είδος του μεταφυσικού τρόμου εδώ μεταβάλλονται σε μια στοίβα από αφελείς ιδέες που συνθέτουν μια ασύνδετη και χωρίς ρυθμό ταινία με μπόλικες τρύπες στην πλοκή της και, από ένα σημείο κι έπειτα, με απανωτά jump scares σε υπόγεια και άλλους κλειστούς χώρους, συνοδευόμενα με τα ουρλιαχτά του πνεύματος.

 

Οι δημιουργοί προσπαθούν με τα στοιχειώδη να κάνουν τη δουλειά, να στοχεύσουν δηλαδή σε ένα κοινό που τρομάζει εύκολα και γρήγορα, παρατούν νωρίς κάθε φιλοδοξία για κάτι αληθινά υποβλητικό και, μεταφορικά, «κλέβουν εκκλησία» με τις ζαβολιές τους. Από αυτό το ταξίδι στο χάος σώζεται κάπως η Τάισα Φαρμίγκα, μικρή αδερφή της Βέρα Φαρμίγκα, που διέπρεψε στα δύο πρώτα Conjuring.