Περίπου 20 χρόνια πριν από την «Ψυχή και το Σώμα», που διέγραψε εντυπωσιακή πορεία στις αίθουσες, τα φεστιβάλ με τη Χρυσή Άρκτο και τα Όσκαρ, φτάνοντας στην τελική πεντάδα των υποψηφίων, η Ουγγαρέζα σκηνοθέτις Ίλντικο Ένιεντι είχε αποσπάσει τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες με μια σχεδόν ακροβατική, πολύ φιλόδοξη, εικαστικά αψεγάδιαστη, τραγικωμική παραβολή για την εξουσία, τη θέση της γυναίκας και τη μεταβαλλόμενη κοινωνία με την ταινία «Ο 20ός μου αιώνας».

 

Οι ηρωίδες, δύο ξανθές δίδυμες που έμειναν ορφανές και αναγκάστηκαν, κυριολεκτικά, να γίνουν τα κοριτσάκια με τα σπίρτα στη Βουδαπέστη του 1880, χωρίστηκαν μια νύχτα που χιόνιζε από το αυθαίρετο καπρίτσιο δύο ανδρών, οι οποίοι αποφάσισαν ποια θα πάρει ο καθένας, ρίχνοντας κορόνα-γράμματα, και εξελίχτηκαν σε εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες.

 

Η Ντόρα είναι περιπλανώμενη «γκόμενα», μια ωραία συνοδός που προσπαθεί να μασήσει χρήματα από άνδρες με το σκέρτσο και το πρόσωπό της, ενώ η Λίλι, αυτόκλητη επαναστάτρια και αρματωμένη με εκρηκτικά, θέλει να δολοφονήσει τον υπουργό Εσωτερικών για πολιτικούς σκοπούς.

 

Η διχοτόμηση της γυναικείας φύσης δεν είναι αυτοσκοπός για την Ένιεντι, αφού τοποθετεί τις δύο όψεις του νομίσματος απέναντι στην απρόσωπη αρσενική αυταρχικότητα

Τις συνδέει η τύχη και ένας ανώνυμος άνδρας, ο Ζ, τον οποίο υποδύεται ο πρωταγωνιστής της «Νοσταλγίας» και του «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκι, ο Όλεγκ Γιανκόφσκι.

 

Η διχοτόμηση της γυναικείας φύσης δεν είναι αυτοσκοπός για την Ένιεντι, αφού τοποθετεί τις δύο όψεις του νομίσματος απέναντι στην απρόσωπη αρσενική αυταρχικότητα και στο επίκεντρο ενός νέου αιώνα που ξεκινά με το φως που μεταλαμπαδεύει ο Τόμας Έντισον ως μοντέρνος προφήτης της νεωτερικότητας και συνεχίζεται με ιδεολογικό ηλεκτρισμό στα έγκατα μιας καλά εδραιωμένης συντήρησης που υποβαθμίζει τους καταφρονεμένους.

 

Η διαδρομή της ταινίας είναι δαιδαλώδης, η αφήγηση ελλειπτική στα όρια του στυλιζαρισμένου ιμπρεσιονισμού, αν και το σύνολο δεν γίνεται ποτέ αδιάφορο. Ένα φιλμικό αξιοπερίεργο που αξίζει την προσοχή σας.