Το δραματικό νουάρ του Ιρανού Μάνι Χαγκίγκι σίγουρα δεν μοιάζει με τίποτα που έχουμε δει από το πλούσιο σινεμά του Ιράν, ούτε καν με τη Σκιά του Φόβου του (πολιτογραφημένου Βρετανού) Μπαμπάκ Ανβάρι, πόσο μάλλον με τις γνωστές, αριστοτεχνικές παραβολές στο ύφος του Κιαροστάμι, του Ματζίντι και πρόσφατα του Φαραντί. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσει κάποιος την πλοκή μιας ταινίας που κάνει συνεχείς αναδρομές στον χρόνο και αναφορές σε πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονται αμέσως μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού της χώρας Χασάν Αλί Μανσούρ το 1965, καθώς τα στοιχεία που συσσωρεύονται σεργιανίζουν σχεδόν ανεξέλεγκτα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Ένας ντετέκτιβ, ένας μηχανικός ήχου που δουλεύει στο σινεμά και ένας γεωλόγος αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν τη δολοφονία (που μοιάζει με αυτοκτονία, αλλά δεν είναι) ενός πολιτικού κρατουμένου που ζούσε μόνος σε ένα περίεργο σπίτι, στην ουσία εγκαταλειμμένο καράβι, σε ένα έρημο, ξερό νησί, πολύ μακριά από την κεντρική εξουσία της Τεχεράνης. Το πρόβλημα είναι πως κάθε φορά πως κάποιος θάβεται στον συγκεκριμένο τόπο γίνεται ανεξήγητα τοπικός σεισμός, ξυπνώντας τους θρύλους ενός παλιού νεκροταφείου και μιας κατάρας που κρατάει 100 χρόνια και τρομάζει τους κατοίκους που γνωρίζουν, φοβούνται και δεν πλησιάζουν, ούτε δέχονται να βοηθήσουν στην έρευνα. Και δεν φτάνει που στην υπόθεση μπαίνουν συνεχώς πρόσωπα από τις ζωές των εμπλεκομένων, αλλά ο σκηνοθέτης Μάνι Χαγκίγκι ενθέτει πλάνα από την ταινία του 1968, The Brick and the Mirror, του διάσημου παππού του Εμπραχίμ Γκολεστάν, ο οποίος θεωρείται πρωτεργάτης του ιρανικού νέου κύματος στα '60s, κόντρα στο τοπικό εμπορικό σινεμά των θρίλερ και των μελοδραμάτων, αλλά και στην ταραγμένη κοινωνία της συγκάλυψης και της ενοχής.

 

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσει κάποιος την πλοκή μιας ταινίας που κάνει συνεχείς αναδρομές στον χρόνο και αναφορές σε πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονται αμέσως μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού της χώρας Χασάν Αλί Μανσούρ το 1965, καθώς τα στοιχεία που συσσωρεύονται σεργιανίζουν σχεδόν ανεξέλεγκτα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία.

 

Με τεχνητές συνεντεύξεις, που δίνουν μια ψευδαίσθηση ντοκιμαντέρ (ο Χαγκίντι φιγουράρει ανάμεσα στους αυτόπτες μάρτυρες της ιστορίας), το Ένας δράκος έρχεται δεν παύει ποτέ να ασκεί γοητεία και να συναρπάζει με τις εικόνες στην απόκοσμη έρημο και τη χρήση των εκφραστικών του μέσων, αλλά η αλήθεια είναι πως παραμένει μια απροσπέλαστη, αδιαπέραστη αλληγορία για τα πολιτικά φαντάσματα και τη διάσταση ανάμεσα στο παρωχημένο δέος μπροστά στις αμετακίνητες δοξασίες και ένα ρεύμα λογικής και επαναπροσδιορισμού, ένα αστυνομικό θρίλερ που δεν επιτρέπει την ταύτιση ή τη λύτρωση, προτιμώντας να μπερδέψει κάνοντας αίσθηση, αντί να προτείνει διέξοδο στο κουβάρι που μεγαλώνει όσο περνάει η ώρα. Να μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που η ταινία καθηλώνει τον θεατή, αλλά από επιλογή τού προσφέρει με το σταγονόμετρο απαντήσεις, χωρίς ωστόσο να τον κοροϊδεύει.