Η τρίτη στη σειρά μεταφορά μυθιστορήματος του Νταν Μπράουν με ήρωα τον κρυπτολόγο και ιστορικό τέχνης Ρόμπερτ Λάνγκτον, από τον σκηνοθέτη Ρον Χάουαρντ και τον παραγωγό Μπράιαν Γκρέιζερ, μοιάζει πλέον με κινηματογραφικό ανάγνωσμα σε συνέχειες, πιστό στο ιντριγκαδόρικο, πυκνό, συνωμοσιολογικό ύφος του συγγραφέα, γεμάτο κωδικούς, γρίφους και παρανοϊκούς που απειλούν, ανακατεύοντας κοιμισμένα φαντάσματα του Μεσαίωνα με τη σύγχρονη κοινωνία, πάντα με μια κοσμοπολίτικη διάθεση και ντεκόρ φορτωμένο με μνημεία και θησαυρούς – αυτήν τη φορά η Φλωρεντία, η Βενετία και η Κωνσταντινούπολη μοιράζονται το ευρωπαϊκό σκηνικό δράσης. Ο Νταν Μπράουν ξέρει να κολακεύει τις μάζες με δεκάδες λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές που αποκόπτονται γρήγορα από το περιεχόμενο τους, ξεφεύγουν από τη βαθιά γνώση και μετατρέπονται σε πληροφορίες ικανές να τροφοδοτήσουν άφθονη, λαχανιασμένη περιπέτεια, συχνότατα περιγραφική και επεξηγηματική, ακριβώς επειδή απευθύνεται στο μεγάλο κοινό που πρέπει να την καταλάβει νοητικά και να τη χωνέψει οπτικά.

 

Ο Νταν Μπράουν ξέρει να κολακεύει τις μάζες με δεκάδες λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές που αποκόπτονται γρήγορα από το περιεχόμενο τους

 

Το Inferno, που από τον τίτλο κιόλας παραπέμπει ευθέως στην Κόλαση του Δάντη, διακλαδώνει με αγωνιώδη τερτίπια σκόρπια εδάφια και περιεκτικά τσιτάτα από το σκοτεινό αριστούργημα του Ιταλού ποιητή, με προεξάρχουσα επωδό το «ψάξε και θα βρεις», και φέρνει στη θέση του παρεξηγημένου θύματος τον φιλαλήθη καθηγητή Λάνγκτον, όταν πρέπει να λογοδοτήσει σε μια παλιά του γνώριμη κι ένα σωρό αγνώστους που τον κυνηγάνε ανελέητα για το πώς βρέθηκε πάνω του μια κάψουλα/φακός που προβάλλει μια απεικόνιση της Κόλασης, τη στιγμή που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας φοβάται βάσιμα πως μια μολυσματική ασθένεια, εφάμιλλη της Μαύρης Πανώλης, αιωρείται πάνω από τον πληθυσμό της Γης, ως απόρροια του άρρωστου νου ενός δισεκατομμυριούχου που πήρε το μυστικό του σε μια απέλπιδα βουτιά θανάτου.

 

Με θολή μνήμη και ελάχιστα στοιχεία, ο Λάνγκτον έχει ως μοναδική του σύμμαχο μια όμορφη νοσοκόμα που ρισκάρει και τον ακολουθεί στα δειλά του βήματα, όταν όλοι τον υποψιάζονται, περιμένοντας να επανέλθουν στη σωστή σειρά οι πρόσφατες αναμνήσεις του. Οι πρώτες (ελπιδοφόρες για κάτι πιο προχωρημένο) σκηνές, με τον Λάνγκτον να επαναφέρει στη μνήμη του μια επώδυνα εφιαλτική εικονογραφία, κολασμένη σαν το χειρότερο δυνατό σενάριο, παραχωρούν με νεύρο. αλλά χωρίς ψυχή, τη θέση τους σε αυτό που περιμένουν όλοι: το ξεδίπλωμα των πληροφοριών, μέχρι το τελικό «ξεπακετάρισμα». Ο Χάουαρντ, που επέτρεψε στον σεναριογράφο Ντέιβιντ Κεπ να αλλάξει μερικά στοιχεία του βιβλίου, κάνει, όπως πάντα, καλά τη δουλειά του, αν και εξαρτάται απόλυτα από την παρτιτούρα και την μπαγκέτα του Μπράουν – και πώς θα μπορούσε να τον προδώσει άλλωστε... Ο Χανκς κινείται πιο μηχανικά απ' ό,τι συνήθως και η Σίντσε Μπαμπέτ Κνούτσεν, με την πειστική τρυφερότητά της, καταφέρνει να δώσει υπόσταση στα τετριμμένα λόγια του ερωτικού στόρι που ξεμυτίζει μέσα από τη δράση.