Δώδεκα χρόνια μετά την Πολίτικη Κουζίνα, ο Τάσος Μπουλμέτης επανέρχεται με μια ιστορία ενηλικίωσης που σε πρώτο πλάνο αφηγείται το πέρασμα του Σταύρου από την παιδική ηλικία και το χούι του να διαστρεβλώνει τους μύθους, στην άνδρωσή του κατά τα φοιτητικά χρόνια, καθώς και τη μετάβαση της Ελλάδας από τη χούντα στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Όπως και στην Κουζίνα, πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία ποτίζουν τον Νοτιά, μια τοιχογραφία που διαμορφώνεται από τις κρίσιμες προσωπικές στιγμές και μεταχειρίζεται με ευαισθησία τις συγκρούσεις. Η οικογένεια του Σταύρου και οι καθηγητές του ανησυχούν με την ασυνήθιστη ερμηνεία που δίνει το παιδί σε οτιδήποτε μαθαίνει και παρακολουθούν την εξέλιξή του με κρυφό φόβο για το μέλλον του. Ο πατέρας του πουλάει βαλίτσες και έχει έμβλημά του τον Ωνάση, που υποτίθεται πως ήταν καλός του φίλος του στα ταξίδια του στη Λατινική Αμερική, ενώ στο γειτονικό μαγαζί ένας Κωνσταντινουπολίτης διατηρεί ένα φωτογραφείο, όπου ο Σταύρος βγάζει το πρώτο του χαρτζιλίκι, μαθαίνει την τέχνη αλλά και τον τρόπο να προσεγγίζει τον κόσμο – κάτι στο οποίο, ως εσωστρεφές παιδί, δεν ήταν καλός.

 

Ο Τάσος Μπουλμέτης κάνει μια σοφιστικέ ταινία, στο μέτρο που εντάσσει τις μικρές στιγμές, τα βλέμματα ενός ήρωα που παρακολουθεί τις εξελίξεις και διστάζει να βγει μπροστά στη ζωή σε ένα γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, χωρίς να φωνάζει και να προτάσσει. Παράλληλα, εμπλουτίζει τον Νοτιά με πολλά στοιχεία: οι γονείς παίζουν τον ρόλο τους αναδρομικά, δηλαδή στο πώς ο ήρωας μαθαίνει τον τρόπο που επηρεάστηκε από τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους. Οι συμφοιτητές τον ντρεσάρουν με τον ακτιβισμό και τον δογματισμό τους, όχι έτσι όπως εκείνοι νομίζουν, αλλά προς την κατεύθυνσή του προς την Τέχνη, αντί για τους «αγώνες». Μέσα από την πορεία του Σταύρου ο Τάσος Μπουλμέτης δεν αναπολεί νοσταλγικά τη χαμένη πατρίδα (τον τόπο της μνήμης και των εγγεγραμμένων βιωμάτων, όχι την εδαφική) αλλά καταθέτει το σχόλιό του για τα χαμένα οράματα μιας γενιάς. Κι αν ο ήρωας, όπως και ο Μπουλμέτης, βρίσκει τον δρόμο μου του μέσα στις εικόνες, τις ακίνητες στην αρχή και τις κινηματογραφικές στη συνέχεια, καθώς και τη δικαίωσή του στην επιλογή του να αφηγηθεί τους μύθους όπως εκείνος νομίζει και όχι όπως του επιβάλλουν τα κατευθυνόμενα διδάγματά του, δεν λείπει η πικρή διαπίστωση πως η εξουσία, η ισχύουσα και η μέλλουσα (το ΠΑΣΟΚ που παραμονεύει στα στέκια της αριστεράς), θα κλέψει τις αγαπημένες του, θολώνοντας έτσι τα αφελή νερά της αθωότητας.

 

Η απόσταση που είχε ο σκηνοθέτης από τους χαρακτήρες του στην Πολίτικη Κουζίνα μετατρέπεται σε αμεσότητα στον Νοτιά, σε συνείδηση. Ο Νότος, ως αναφορά στην περιπέτεια του πατέρα, και ο νοτιάς, ως αγέρας που ψιθυρίζει και επηρεάζει, όπως μεταφυσικά το θέτει στις δύο όμορφες σκηνές της η Ζωζώ Σαπουντζάκη, συμπυκνώνονται στον αδιαίρετο, αόρατο πρωταγωνιστή της ταινίας, με καθαρή και στρωτή αφήγηση, που διαρκώς αναπτύσσεται. Μια ειλικρινής φιλοφρόνηση για τον Νοτιά είναι πως πρόκειται για μια ιστορία που πολύ θα ήθελα να συνεχιστεί, για να παρακολουθήσω την τοποθέτηση του Σταύρου, με τις αφομοιωμένες απογοητεύσεις και την ελπίδα στην άκρη των προθέσεών του στη μετα-μεταπολιτευτική περίοδο, για να δω πόσο ο ρεαλιστής έχει διαβρώσει τον ονειροπόλο.