Βελτιώνοντας σημαντικά το ανθρώπινο περιεχόμενο σε σχέση με το ντεμπούτο του (Ιστορία 52), ο Αλέξης Αλεξίου παραμένει εξαιρετικά δυνατός στη δημιουργία νουάρ ατμόσφαιρας και συμπαγούς ύφους. Βασικά νυχτερινό και αναμενόμενα βροχερό, με σκηνοθετική κλιμάκωση προς την τελική αναμέτρηση, χωρίς να προδίδεται η παράταξη και η σύσταση των μονομάχων ή να προδικάζεται η έκβαση, το φιλμ ρίχνει μερικές ευπρόσδεκτες, εξαιρετικά εύστοχες meta-σπόντες στο ελληνικό συνοικέσιο της κοινωνίας με την Τέχνη: δεν πρόκειται τόσο για την παρηκμασμένη περσόνα του ανήσυχου μικροαστού που προήχθη σε Ψυχικιώτη επιχειρηματία με σπίτι με πισίνα, μια δυσλειτουργική οικογένεια λόγω της συνεχούς απουσίας του και ασυμμάζευτα χρέη, όπως όλη η Ελλάδα, αλλά για το πείσμα ενός απελπισμένου, που έκανε το ακριβό κέφι του να επενδύσει στην τζαζ, με ειρωνική κατάληξη το μπλέξιμό του με τον άξεστο υπόκοσμο, τον αναγκαστικά γαλουχημένο στα βαριά λαϊκά, τις βρόμικες δουλειές και τις ανοίκειες δοσοληψίες με τους ξενόφερτους τοκογλύφους. Κοντολογίς, ο Στέλιος θέλησε να ξεχωρίσει έξω από τον συρμό και η νύχτα, που αγάπησε για άλλους, τελείως καλλιτεχνικούς λόγους, τον τίναξε με δύναμη στον αέρα, έρμαιο των κακοποιών, των πολλών κακών υπολογισμών και ίσως της παράλογης φιλοδοξίας του. Για να πετύχει το κατάλληλο περιβάλλον, ο Αλεξίου έκανε τρομερή δουλειά στο σάουντρακ. Εκτός από την πρωτότυπη μουσική υπόκρουση του Felizol, τα ελαφρά ελληνικά τζαζ τραγούδια της Κλειώς Δενάρδου, της Τζένης Βάνου και του Κώστα Καπνίση που επιλέχθηκαν προσγειώνουν ιδιοφυώς την αγαπημένη ξένη τζαζ του ήρωα με την ελληνική εκδοχή της, μια ρετρό, μελαγχολική υποσημείωση ενός είδους που πέρασε κι έσβησε, απαλά και κομψά, μια και, ούτως ή άλλως, αφορούσε λίγους και καλούς. Η φωτογραφία επίσης κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο: ανήκει στον Χρήστο Καραμάνη, που, όπως και στη Νορβηγία του Γιάννη Βεσλεμέ, παίζει σωστά με τα μαύρα και τα στυλιζάρει με κιτρινοπράσινες κρούστες. Εκεί που υστερεί το Τετάρτη 04:45 είναι ο διάλογος ή, μάλλον, το ποπ παιχνίδισμά του σε συνάρτηση με την ουσία του. Ενώ το πορτρέτο του πρωταγωνιστή είναι στιβαρά ερμηνευμένο από τον Στέλιο Μάινα και μεστά σχεδιασμένο (οι παρατηρητικές ματιές του, η σχέση του με τον αδελφό του και η διακοσμητική, ενοχική του παρουσία στην οικογένειά του), οι σαρκαστικές λεκτικές ανταλλαγές μοιάζουν σεναριακά επινοημένες, όπως ο ιδιαίτερα αποτελεσματικός στους ρόλους του κακού Σωτήρης Τζουμάκης, που εδώ καλείται να τεντώσει το σχοινί του μαφιόζου στα όριά του, ενίοτε έξω από την «ηθική» της ταινίας – εννοώντας πως ένας Ταραντίνο φροντίζει πάντα να πειθαρχεί στο υπερρεαλιστικό κλίμα που φτιάχνει από την αρχή, όποια κι αν είναι η ιστορία που πραγματεύεται. Ο Αλεξίου έχει τρομερό μάτι, αλλά όχι πάντα σωστό αυτί για τους ανθρώπους που συναποτελούν το συμπαγές θριλερικό του σύμπαν.