Η πολυτάραχη τρίτη πράξη στην ζωή του αγρίως αμφιλεγόμενου Πάμπλο Εσκομπάρ, ενός θανάσιμα επικίνδυνου εμπόρου ναρκωτικών ή του αγίου Ρομπέν των Δασών του Μεντεγίν της Κολομβίας, ανάλογα με τον ποιον θα ρωτήσει κάποιος, γίνεται το φόντο της ταινίας Χαμένος Παράδεισος, προφανώς γιατί ο σκηνοθέτης Αντρέα ντι Στέφανο σκέφτηκε πως θα αφηγηθεί καλύτερα την ιστορία αν βάλει έναν άσχετο, αθώο, φιλήσυχο τουρίστα, τον Τζος Χάτσερσον, στο προσκήνιο, όπως έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, με σκοπό την πιο βατή και ταυτόχρονα πολύπλευρη προσέγγιση από τη μεριά του μέσου θεατή, που λογικά δεν μπορεί να ταυτιστεί με μια άλλη κουλτούρα, και κυρίως με μια δολοφονική προσωπικότητα. Το πρόβλημα στον Χαμένο Παράδεισο είναι πως ο χαρακτήρας του Εσκομπάρ, τον οποίο υποδύεται συνετά ο Μπενίτσιο ντελ Τόρο, μακράν πιο συναρπαστικός και λαβυρινθώδης από εκείνον του χαμογελαστού Καναδού ερασιτέχνη σέρφερ Νικ, που νομίζει πως βρήκε τον επίγειο παράδεισο στις καταγάλανες παραλίες της Κολομβίας, ιχνογραφείται ελλιπώς και αφήνει πολύ περισσότερα στη φαντασία και στην απορία απ' ό,τι θα επέτρεπε μια καλλιτεχνικά ανοιχτή ερμηνεία. Αν υπάρχει μια έγκυρη αν και αυθαίρετη εκδοχή που επιλέγει να παρουσιάσει ο σκηνοθέτης, είναι αυτή του παράφρονα, τελείως ασταθούς και αναξιόπιστου κακοποιού, ο οποίος περιστοιχίζεται από υπόδουλους γκάνγκστερ και διατηρεί, ως άλλος Νονός, μια σχιζοφρενική ισορροπία ανάμεσα στη μονιασμένη οικογένειά του και στον απειλητικό έξω κόσμο. Ο Εσκομπάρ του Χαμένου Παραδείσου είναι ένας σούπερ σταρ των λαϊκών συνοικιών, το είδωλο των φτωχών και ο τρόμος του δειλού και καλού Νικ, που δεν μπορεί να δραπετεύσει από τη στοιχειωμένη φυλακή του αγροκτήματος του δεσποτικού και φιλύποπτου θείου της αγαπημένης του, την οποία έκανε το λάθος να παντρευτεί, αν και την αγαπάει με όλη του την καρδιά. Ορισμένες σκηνές του αδικαιολόγητα δίωρου έργου με το υποσχόμενο θέμα και το αδέσποτο σενάριο είναι άξιες προσοχής, όπως η τεράστια σεκάνς της απόπειρας διαφυγής, με την περιπλάνηση στο χωριό, από το απόγευμα μέχρι το επόμενο πρωινό.