Ο 34χρονος Άντερς είναι έξυπνος, όμορφος και από καλή οικογένεια, όμως βαθιά μέσα του είναι δυστυχισμένος από τις τόσες ευκαιρίες που είχε και πέταξε, και απ’ όλους τους αγαπημένους του ανθρώπους που τον περιέβαλαν κι εκείνος παράτησε. Κι ενώ είναι ακόμα νέος, αισθάνεται ότι η ζωή του από πολλές απόψεις είναι τελειωμένη. Στο υπόλοιπο αυτής της ημέρας, καθώς και της μακριάς νύχτας που ακολουθεί, έρχεται αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος του και με όλα τα λάθη που έχει κάνει. Κι αυτά στέκονται εμπόδιο, ουσιαστικά παλεύουν με την πιθανότητα της αγάπης, τη δυνατότητα μιας νέας ζωής και την ελπίδα να δει ένα διαφορετικό μέλλον το επόμενο πρωί. Στην αρχή, η ταινία του μακρινού συγγενή κι εντελώς διαφορετικού κινηματογραφιστή, ΓιοακίμΤρίερ, μοιάζει με σεμινάριο εναντίον των ναρκωτικών, καθώς περιγράφει με σταθερά βήματα την προσπάθεια ενός πρώην τζάνκι να ενταχθεί στη φυσιολογική «ζωή» μετά από τη σχετική περίοδο αποθεραπείας. Συναντά τη φίλη του, αποπειράται ν’ αυτοκτονήσει, αλλά αμέσως βρίσκει το κουράγιο να επιστρέψει στην πόλη και να συναντήσει τον παλιό του κολλητό με αφορμή μια συνέντευξη που έχει να περάσει για να προσληφθεί σ’ ένα περιοδικό. Από την παρατήρηση ο Τρίερ περνάει στην ενδοσκόπηση: εισχωρεί στην ταραγμένη ψυχήτουΆντερς, συλλαμβάνει μικρές κινήσεις που προδίδουν την αγωνία και τη μεγάλη του ανασφάλεια, αυτή την αίσθηση ματαιότητας που γεννάει την εξάρτηση, τη ζέστη που προκαλούν τα ναρκωτικά σε όσους είναι αγκιστρωμένοι σε αυτά. Συνδυάζοντας τις παιδικές μνήμες με τη μοναξιά, το Όσλο, 31 Αυγούστου εξελίσσεται σε ένα ιμπρεσιονιστικό ταξίδι στο κενό (όχι με την τριπαριστή δεξιοτεχνία που αγγίζει την επιδειξιομανία του Γκασπάρ Νοέ), αλλά φτιαγμένο από το ύφασμα ενός ψυχογραφήματος χαμηλών τόνων. Ο θεατής καλείται να μαντέψει αν ο ευγενικός και γλυκομίλητος Άντερς βρίσκεται σε θέση να κατανικήσει τον δαίμονα που ήδη γνωρίζει, αλλά οι λεπτομέρειες στο βλέμμα και την αυτοακύρωση των πράξεών του δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ανατροπής ενός νομοτελειακού φινάλε.