Ο Μαύρος Κύκνος μπορεί να γίνει αντικείμενο κινηματογραφικού θαυμασμού για τα επιμέρους στοιχεία που τον συνθέτουν. Η μουσική είναι ένα επίτευγμα από μόνη της: ο Κλιντ Μανσέλ παρέλαβε την κλασική παρτιτούρα του Τσαϊκόφσκι και τη μετέτρεψε σε ένα σκορ με θριλερικές στροφές και δραματικές γέφυρες, που θυμίζει και αποφεύγει το πρωτότυπο, χωρίς ποτέ να το μιμείται ακριβώς. Ο οπερατέρ Μάθιου Λιμπατίκ έστησε με στόφα κλασική και σεβάσμια τις σκηνές του μπαλέτου, ενώ υιοθέτησε ένα άμεσο, συγχυτικό ύφος για την αποτύπωση της αγωνίας της Νίνα, μιας μπαλαρίνας που επιθυμεί διακαώς να χορέψει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη λίμνη των Κύκνων, αλλά χάνει τα λογικά της όσο αντιμετωπίζει τη σκοτεινή πλευρά του δισυπόστατου χαρακτήρα. Επίσης, εκτός από τη δράση, που είναι ήδη πολύπλοκη, εκτυλίσσεται ένα μοναδικό παιχνίδι με καθρέφτες, που αξίζει να σημειωθεί.

Η δουλειά ενός ηθοποιού είναι να μάθει πώς πρέπει να στήνεται μπροστά στην κάμερα και μετά να ξεχάσει ότι υπάρχει. Ένας χορευτής πρέπει συνεχώς να δουλεύει μπροστά σε έναν καθρέφτη, να συνειδητοποιεί την τεχνική ώσπου να την αφομοιώσει, ελπίζοντας πως δεν θα κολλήσει στην εικόνα που έχει εμπεδώσει από την εκτεταμένη «χρήση». Το οξύμωρο αυτό αποτυπώνεται μαεστρικά από τη Νάταλι Πόρτμαν, η οποία πρέπει να ξεχνάει πως στην πραγματικότητα είναι ηθοποιός, να ξεχνάει στην ταινία πως είναι μια καλή κόρη και μαθήτρια που υπακούει και να μάθει να είναι δαιμονική, κι επίσης να αγνοεί αυτό που λένε στο θέατρο «τέταρτο τοίχο», το αόρατο πέπλο μεταξύ σκηνής και θεατών, και να παίζει απέναντι στον σχιζοφρενή εαυτό της, σαν σε φαντασίωση.

Η έννοια του ειδώλου αποτελεί την πρώτη φάση εξωτερίκευσης της εμμονής της Νίνα. Στριμωγμένη ανάμεσα στην επιμονή της μητέρας της (έξοχη η Μπάρμπαρα Χέρσεϊ) να της φέρεται σαν ένα μικρό κοριτσάκι μέσα στο ροζ δωμάτιό του με τις κούκλες και τα μουσικά κουτιά και την πίεση του χορογράφου να αποκτήσει αιχμή, αποβάλλοντας τη μαλθακότητά της, η Νίνα πρέπει να σπάσει έναν μεγάλο ψυχολογικό καθρέφτη για να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την απειλητική πλευρά του ρόλου της ζωής της, δηλαδή με τον Μαύρο Κύκνο. Για να το κάνει αυτό οφείλει να αποδεχτεί τη σεξουαλικότητά της. Ή να την εφεύρει. Αυτή η δραματουργική εκκρεμότητα (και όχι ασάφεια) δίνει ζωή σε ένα θρίλερ που αλλιώς θα είχε μόνο μια διάσταση. Η Νίνα αντιδρά, ώσπου να αφεθεί, με μια άλλη γυναίκα, ανταγωνίστρια και πιο περπατημένη, πέφτοντας στο κρεβάτι, σε μια σκηνή που μοιάζει με σέξι hangover, καυτή κι επείγουσα. Και επέρχεται η μεταμόρφωση, στο επίπεδο της σωματοποιημένης ψύχωσης.

Είναι τέτοιο το υψηλό δράμα της Λίμνης των Κύκνων που συγχωρούνται τα υπερτονισμένα περάσματα από τη μια διάσταση στην άλλη, από το ένα είδος σινεμά στο επόμενο. Ο Αρονόφσκι κάνει την πιο ολοκληρωμένη ταινία του, μια τέλεια διάσπαση μιας κοπέλας σε Οντίλ και Οντέτ που θυσιάζεται επειδή μπερδεύει την τέχνη, την τελειότητα και τη σεξουαλικότητα, μια ψυχαγωγική σπουδή πάνω στον θάνατο και την αναγέννηση, την υποταγή και την εγκατάλειψη στην αγκαλιά των επιθυμιών, ένα ψυχολογικό θρίλερ για την bitchiness της γυναικείας φύσης, ένας δύσκολος αποχαιρετισμός στην παιδικότητα μαζί με ένα βίαιο καλωσόρισμα στην ενηλικίωση, μια αλληγορική παραλλαγή στο Όλα για την Εύα (η ματαιότητα της show business). Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ματιά ενός άσχετου με το μπαλέτο, τους μηχανισμούς μιας ερμητικής τέχνης, με τους όρους του χορού, αλλά όχι με τις συμβάσεις της θεατρικότητας και των σκηνικών περιορισμών. Το σύγχρονο σινεμά στα καλύτερά του.