Η Μπριζίτ Μπαρντό, μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του 20ού αιώνα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών.
Η Μπριζίτ Μπαρντό άλλαξε τον τρόπο που ο κόσμος βλέπει τη γυναικεία ελευθερία, την ομορφιά και τη δύναμη της προσωπικότητας, αναστατώνοντας την «ατσαλάκωτη» μέχρι τότε εικόνα των γυναικών στον κινηματογράφο της δεκαετίας του 1950 και καθιερώνοντας μια νέα εποχή σεξουαλικής απελευθέρωσης.
Στην οθόνη, ήταν ένας συνδυασμός γαλλικής γοητείας και αισθησιασμού. Ρητά προωθημένη ως sex symbol, η Μπαρντό ένιωθε περιορισμένη στην επιθυμία της να γίνει σοβαρή ηθοποιός και στο τέλος, εγκατέλειψε την καριέρα της για να αφοσιωθεί στην υπεράσπιση των ζώων.
Τα επόμενα χρόνια, η φήμη της πληγώθηκε από αμφιλεγόμενες δηλώσεις και πρόστιμα για υποκίνηση φυλετικού μίσους. Μάλιστα ο γιος της, Νικολά, την μήνυσε για ψυχική βλάβη όταν δήλωσε ότι θα προτιμούσε να «γεννήσει ένα μικρό σκυλάκι».
Παρά τα σκάνδαλα, η Μπαρντό παραμένει μια από τις προσωπικότητες που έβαλαν το μπικίνι, τη γυναικεία επιθυμία και τον γαλλικό κινηματογράφο στον παγκόσμιο χάρτη.
Η ζωή της Μπριζίτ Μπαρντό
Γεννήθηκε και μεγάλωσε μαζί με την αδελφή της, Μαρί-Ζαν, σε ένα πολυτελές διαμέρισμα στο Παρίσι. Οι καθολικοί γονείς της ήταν πλούσιοι και αυστηροί, απαιτώντας υψηλά πρότυπα από τα παιδιά τους. Οι φιλίες τους ελέγχονταν στενά, ενώ για αταξίες όπως το σπάσιμο ενός αγαπημένου βάζου, υπήρχε σωματική τιμωρία.
Η μητέρα της ενθάρρυνε το ενδιαφέρον της για το μπαλέτο, εγγράφοντάς την σε μαθήματα από την ηλικία των επτά.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τα γερμανικά στρατεύματα στο Παρίσι, η Μπαρντό πέρασε τον περισσότερο χρόνο της στο σπίτι, χορεύοντας με μουσική. Η εξαιρετική της παρουσία αναγνωρίστηκε από τον δάσκαλό της στο Παρισινό Κονσερβατόριο, ενώ κέρδισε και αρκετά βραβεία.
Παρ’ όλα αυτά, ένιωθε περιορισμένη και από μικρή ηλικία έψαχνε την προσωπική ολοκλήρωσή της. Τότε μία οικογενειακή φίλη, την έπεισε να φωτογραφηθεί για το εξώφυλλο του «Elle», προκαλώντας αίσθηση.
Τα χαρακτηριστικά της, τα μακριά μαλλιά και η αθλητική φιγούρα της ξεχώριζαν και την ανέδειξαν σε είδωλο του νέου στιλ «jeune fille». Οι φωτογραφίες της τράβηξαν την προσοχή του σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ, που έστειλε τον βοηθό του, Ροζέ Βαντίμ, να την βρει.
Παρότι οι αρχικές της δοκιμές δεν ήταν επιτυχείς, ο Βαντίμ, έξι χρόνια μεγαλύτερός της, έγινε μέντορας και σύντροφος της. Η έντονη σχέση τους προκάλεσε την αντίδραση των γονέων της, ενώ η Μπαρντό, σε μια στιγμή απόγνωσης, προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά σώθηκε έγκαιρα.
Τελικά, οι γονείς της επέτρεψαν τη σχέση και ο γάμος πραγματοποιήθηκε όταν η Μπριζίτ έγινε 18. Ο Βαντίμ τη βοήθησε να γίνει κινηματογραφικό είδωλο, πούλησε τη φωτογράφιση του γάμου τους στο Paris-Match και της έδειξε πώς να εκτίθεται στα φώτα της δημοσιότητας.
Παρά τους μικρούς ρόλους στις πρώτες ταινίες της, το 1956 ήρθε η μεγάλη στιγμή: το ντεμπούτο του Βαντίμ, And God Created Woman, που προκάλεσε αίσθηση διεθνώς. Στην Αμερική, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η Ντόρις Ντέι, η Μπαρντό ήταν σκάνδαλο. Ο χαρακτήρας της ακολούθησε τις σεξουαλικές του επιθυμίες ανοιχτά, χορεύοντας ξυπόλητη και με τα μαλλιά άγρια και αχτένιστα. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ την χαιρέτισε ως σύμβολο «απόλυτης ελευθερίας».
Η φήμη της ως ελεύθερης και αμφιλεγόμενης γυναίκας ενισχύθηκε από την προσωπική της ζωή, τους έρωτες, τους γάμους και τις αποτυχίες. Παρά την υψηλή αμοιβή και την αναγνωρισιμότητα, η Μπαρντό ήθελε να γίνει σοβαρή ηθοποιός και δεν δίστασε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για τους περιορισμένους ρόλους που της ανατέθηκαν. Η καριέρα της περιλάμβανε συνεργασίες με κορυφαίους ευρωπαίους σκηνοθέτες, όπως ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ενώ η πορεία της στο Χόλιγουντ ήταν μικτή.
Μετά από σχεδόν 50 ταινίες, αποσύρθηκε το 1973 για να αφοσιωθεί στην υπεράσπιση των ζώων. Ιδρύοντας το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό, καταδίκασε τη σφαγή φώκιων, την κακοποίηση αλόγων και τα προγράμματα στειρώσεων αδέσποτων ζώων. Εν τω μεταξύ, η πολιτική της στάση και οι αμφιλεγόμενες δηλώσεις της για θέματα φυλετικά και θρησκευτικά οδήγησαν σε πρόστιμα και δικαστικές διαμάχες.
Η Μπριζίτ Μπαρντό άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στον κινηματογράφο, στη μόδα και στη φιλοζωική δράση. Παρά τις προσωπικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις, παραμένει μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του 20ού αιώνα.
Με πληροφορίες από BBC