Η Ντάιαν Λαντ, τρεις φορές υποψήφια για Όσκαρ, γνωστή για τους ρόλους της στο «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» και στο «Wild at Heart», πέθανε σε ηλικία 89 ετών.
Τον θάνατό της ανακοίνωσε η κόρη της, Λόρα Ντερν, η οποία σε δήλωσή της ανέφερε ότι η μητέρα της —και κατά καιρούς συμπρωταγωνίστριά της— πέθανε στο σπίτι της στην Καλιφόρνια, με την ίδια στο πλευρό της.
«Ήταν η πιο υπέροχη κόρη, μητέρα, γιαγιά, ηθοποιός, καλλιτέχνιδα και συμπονετική ψυχή που μόνο τα όνειρα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν», έγραψε η Ντερν.
«Ήμασταν ευλογημένοι που την είχαμε. Τώρα πετά μαζί με τους αγγέλους της», αναφέρει στην ανακοίνωση, χωρίς να διευκρινίζει την αιτία θανάτου.
Ηθοποιός τόσο στο δράμα όσο και στην κωμωδία, η Λαντ είχε μακρά πορεία στο θέατρο και την τηλεόραση προτού καθιερωθεί στον κινηματογράφο με το φιλμ του Μάρτιν Σκορτσέζε «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» (1974).
Ο ρόλος της ως Φλο, μιας σαρκαστικής σερβιτόρας, της χάρισε υποψηφιότητα για Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου, ανοίγοντας τον δρόμο για δεκάδες κινηματογραφικές εμφανίσεις τις επόμενες δεκαετίες.
Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες της συγκαταλέγονται τα «Chinatown», «Primary Colors» και δύο ακόμη για τις οποίες προτάθηκε εκ νέου για Όσκαρ: το «Wild at Heart» και το «Rambling Rose», όπου συμπρωταγωνιστούσε με τη Λόρα Ντερν.
 Παράλληλα, συνέχισε να εργάζεται και στην τηλεόραση, συμμετέχοντας σε σειρές όπως τα «ER», «Touched by an Angel» και «Alice», το spin-off της ταινίας «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ».
Η Λαντ είχε στενούς δεσμούς με τον κόσμο των τεχνών τόσο μέσω οικογενειακών σχέσεων όσο και μέσω του γάμου: ο συγγραφέας Τενεσί Ουίλιαμς ήταν δεύτερος ξάδερφός της, ενώ ο πρώτος της σύζυγος, Μπρους Ντερν —πατέρας της Λόρα— υπήρξε και ο ίδιος υποψήφιος για Όσκαρ. Μητέρα και κόρη πέτυχαν κάτι σπάνιο: να είναι και οι δύο υποψήφιες την ίδια χρονιά, για το «Rambling Rose».
Γεννημένη στο Μισισίπι, η Λαντ έμοιαζε προορισμένη για τη σκηνή. Στην αυτοβιογραφία της, «Spiraling Through the School of Life», που εκδόθηκε το 2006, θυμόταν πως η προγιαγιά της τής είχε πει ότι μια μέρα θα σταθεί «μπροστά σε μια οθόνη» και θα «μαγνητίζει» το κοινό της.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, είχε ήδη εκπληρώσει αυτή την προφητεία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δηλώνει στους New York Times πως δεν φοβάται πια να αναγνωρίζει την αξία της: «Τώρα δεν το λέω από έπαρση», εξηγούσε. «Μπορώ να παίξω Σαίξπηρ ή Ίψεν, να μιλήσω με αγγλική ή ιρλανδική προφορά, χωρίς προφορά, να τραγουδήσω, να δείχνω 17 ή 70 χρονών.»
Με πληροφορίες από CNN