Κακά τα ψέματα, η απεικόνιση της ελληνικής επαρχίας και των ανθρώπων της στο σινεμά κατά κύριο λόγο έχει έντονη κοροϊδευτική διάθεση ή, στην καλή περίπτωση, περιορίζεται σε μια γραφική και, στον πυρήνα της, φολκλορική απόπειρα εξωραϊσμού, σε αντιπαραβολή με την «πολύβουη» πόλη. Τόσο από το μετερίζι της μυθοπλασίας –ανάθεμα κι αν είδαμε συγκινητικότερο φινάλε στα ’00s από εκείνο του Γιου του Φύλακα– όσο κι από εκείνο της τεκμηρίωσης, ο φακός του Κουτσιαμπασάκου καταγράφει αγαπητικά την ανθρωπογεωγραφία της, όντας δίπλα στα υποκείμενα της αφήγησης, αντί να τα περιεργάζεται αφ’ υψηλού. Ακόμα κι όταν η εικόνα έχει μια δόση «παραλογισμού» –π.χ. ποδοσφαιρικά γήπεδα στα οποία βόσκουν αμνοερίφια τον υπόλοιπο χρόνο–, τοποθετείται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, εντός του οποίου μοιάζει απολύτως φυσική. 

 

Τα Τέρματα του Αυγούστου βάζουν το λιθαράκι τους στον ολιγομελή κανόνα των εγχώριων αθλητικών ντοκιμαντέρ, αφιερωμένων σε μια παράδοση που φθίνει, εκείνη των ποδοσφαιρικού τουρνουά ανάμεσα σε χωριά, διοργανώσεις που σπάνια θα βρουν θέση στην ημερήσια ατζέντα της αθλητικής δημοσιογραφίας, εκτός κι αν υπάρξουν παρατράγουδα, πρόσφορα για να γαργαλήσουν την αστική έπαρσή μας. Έχουν κι αυτές τη δική τους μυθολογία όμως –ο υπογράφων δεν θα ξεχάσει ποτέ απίθανες αφηγήσεις μεγαλύτερων για το πώς στο «ντέρμπι» Βράχα-Κλειτσός, στις αρχές των ’80s, η άμυνα της πρώτης ομάδας (υποτιθέμενα) έπαιζε με τεχνητό οφσάιντ, χρόνια πριν αυτό εδραιωθεί στις ομάδες μεγάλων κατηγοριών–, την οποία το φιλμ αξιοποιεί, αναδεικνύoντας έναν συναρπαστικό μικρόκοσμο, καθώς και την άμεση συνάρτηση της σημασίας ενός γεγονότος με την κλίμακα στην οποία τοποθετείται, υπερβαίνοντας, παράλληλα, τα γεωγραφικά όρια της ηθογραφίας και γεννώντας συζητήσεις γύρω από την κανονικοποίηση της (αρσενικής) επιθετικότητας και του ανταγωνισμού εντός της ποδοσφαιρικής κουλτούρας, ακόμα και σε μια διοργάνωση θεωρητικά εγγύτερη στην «ευγενή άμιλλα» που επικαλούνται πατερναλιστικά όσοι εντοπίζουν την πηγή του κακού στον επαγγελματικό αθλητισμό.