Το franchise του John Wick είναι μία από τις εξαιρέσεις στον κανόνα που θέλει οι συνέχειες μιας πετυχημένης εμπορικά ταινίας να συμβάλουν στη συρρίκνωση των ιδεών της πάνω σε δομή, περιεχόμενο και φόρμα. Η επιτυχία της πρώτης ταινίας, άλλωστε, που ξεκίνησε και διαδόθηκε ως ένα cult φαινόμενο, δεν ήταν τόσο αναμενόμενη σε μια περίοδο που το όνομα του Κιάνου Ριβς είχε σταματήσει να συγκινεί το box-office και λειτούργησε ευεργετικά, καθώς τη συνέχεια ανέλαβε ένας πρώην stunt που βρήκε στη μορφή του Ριβς το πρόσωπο και τον ήρωα που έψαχνε για να δημιουργήσει μια ωδή προς τους συναδέλφους του.

 

Όπως και στο δεύτερο φιλμ, έτσι και σε αυτό, οι ορίζοντες της ταινίας διευρύνονται και ο Τσαντ Σταχέλσκι έχει σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Η δομή που ακολουθεί είναι αυτή της πίστας ενός κλασικού video game, βάζοντας τον χαρακτήρα του Γουίκ μέσα σε μάχες που πριν εκτελεστούν έχουν μελετηθεί λεπτομερώς με γνώμονα μια θεμελιώδη ερώτηση: «με ποιον τρόπο, που δεν έχει υπάρξει ως τώρα, μπορούν να γυριστούν;».

 

Έτσι, απολαμβάνουμε μια εμμονική σπουδή στη χορογραφημένη δράση που πραγματοποιείται συχνά σε χώρους υψηλής αισθητικής, με την ειρωνεία που απορρέει από τη στενή σχέση Τέχνης και υποκόσμου. Και όλα αυτά με την ηθική του γουέστερν να ακολουθεί τους πρωταγωνιστές και τις αποφάσεις τους, σε μια Νέα Υόρκη τόσο πηγμένη στο neon που παραπέμπει απευθείας σε κόμικ-μητρόπολη.