Ως συνοδευτικό κομμάτι του Death Proof, το Planet Terrorείναι η άλλη όψη της αντί-καλλιτεχνικής ματιάς που συγκροτεί το φόρο τιμής του Ταραντίνο και του Ροντρίγκεζ στο ξεχασμένο είδος της δεκαετίας του '70, Grindhouse, με τις δύο ταινίες, τα άσχετα εμβόλιμα τρέιλερ, τις φθαρμένες κόπιες που ταξίδευαν σε επαρχιακά σινεμά και παίζονταν μέχρι τελικής πτώσεως, και τη φτηνιάρικη αισθητική. Από το εγχείρημα λείπει, φυσικά, ο πρωτογενής ενθουσιασμός και η αναγκαιότητα. Ταραντίνο και Ροντρίγκεζ μπορούν, βέβαια, να ισχυριστούν ότι βλέπουν τη χρησιμότητα και την προσωπική ανάγκη να εκφραστούν μέσω ενός είδους και ενός συγκεκριμένου τρόπου - το κοινό δεν συμμερίστηκε τη ρετρό τρέλα τους, αλλά αυτό είναι παρασκήνιο και κρίση εκ του αποτελέσματος. Σε μια περίοδο πολλών υπολογισμών, γρήγορων αποφάσεων και συνολικής αμηχανίας για το τελικό προϊόν και το πώς κατευθύνεται στο όποιο κοινό απευθύνεται, καλά έκαναν και αντέδρασαν με μια επίσκεψη στους παραγνωρισμένους κλασικούς.

Όπως και ο Ταραντίνο, ο Ροντρίγκεζ βρίσκεται ανάμεσα στο ρεβιζιονισμό και το ύφος του, χρησιμοποιώντας τα υλικά του ζόμπι θρίλερ κατά βούληση, προσαρμοσμένα σε τεχνολογικές ακροβασίες, και τους εντυπωσιασμούς που του αρέσουν τόσο πολύ. Οι νεκροζώντανοι έχουν αντικατασταθεί με sickos, αρρώστους με λιγότερο γκρίζα όψη και καθόλου κανιβαλιστικές διαθέσεις. Επιστημονική φαντασία και b-movie αισθητική αναμειγνύονται με τη μανία του Ροντρίγκεζ για τη σοκαριστική εικόνα και το γρήγορο μοντάζ. Από κει και πέρα, είναι θέμα γούστου και διάθεσης. Και αυτή εδώ η ταινία του κυνηγάει την ουρά της μετά το πρώτο μέρος, και ξεφαντώνει μέσα στη φασαρία της και τη φετιχιστική χρήση της Τσέρι. Η αρχή αξίζει πραγματικά, το υπόλοιπο σκοντάφτει.