Ο σκηνοθέτης του Μπόρατ Λάρι Τσαρλς παρακολουθεί τον Μπιλ Μάερ σε ένα ταξίδι σε διάφορους, γνωστούς και άγνωστους θρησκευτικούς τόπους, για να συζητήσει κυρίως με πιστούς και ηγέτες για το Θεό. Ενώ ο στόχος του είναι η οργανωμένη θρησκεία, δεν μπορεί να αντισταθεί στην πλάκα, που είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της δουλειάς του. Από παλιά, η θρησκεία ήταν το ιλαρότερο και πιο δημοφιλές συστατικό των αστείων του στους κωμικούς μονολόγους του. Τώρα έχει τη δυνατότητα να βρεθεί αντιμέτωπος με αυτοανακηρυχθέντες μεσσίες σε παράκρουση και, όντας διαβασμένος, τους κολλάει στον τοίχο. Τις περισσότερες φορές έχει ως συμμάχους το χειρισμό της γλώσσας και την ετοιμότητά του, και οι πνευματικοί αντίπαλοί του είναι κατώτεροι νοητικά και ελλιπώς καταρτισμένοι - τι να πει κανείς για το γερουσιαστή! Τους βγάζει νοκ-άουτ, αλλά σημασία έχει ότι βγάζει γέλιο από μια κατάσταση πολύ σοβαρή.

Ο Μάερ είχε την τύχη ή την ατυχία να μεγαλώσει με μπαμπά καθολικό και μητέρα εβραία. Η ανατροφή του ήταν χριστιανική και πήγαινε στο κατηχητικό, άρα γνωρίζει τι σημαίνει να ακούς βασικά βαρετά κηρύγματα με πινελιές τρόμου για τη μετά θάνατο ζωή, έχοντας την εβραϊκή θρησκεία ως background μειοψηφίας στο σπιτικό του - κανείς δεν αναφερόταν στη στωική μητέρα. Άθεος και σκεπτικιστής, έφτασε στο σημείο να πιστεύει πως τα διδάγματα αγάπης ωχριούν μπροστά στην πρακτική της βίας που κυριαρχεί στη συνείδηση των πιστών. Δεν εξαντλεί το θέμα, δεν καλύπτει τα πάντα, δεν παρουσιάζει ακράδαντα επιστημονικά επιχειρήματα, αν και τα υπολογίζει για να κάνει ένα point γύρω από τη γένεση και την εξέλιξη, και δεν ασχολείται με το βουδισμό, το σιντοϊσμό και τα δόγματα που, αν και πολυπληθή, δεν οδηγούν σε πολέμους, αλλά καταπιάνεται στην συντριπτική διάρκεια της ταινίας με το χριστιανισμό και τους μουσουλμάνους. Φροντίζει να εμβολιάσει την αφήγηση της ταινίας του με αποσπάσματα συναντήσεων που μοιάζουν εξωγήινα, όπως με gay μουσουλμάνους ακτιβιστές στο Άμστερνταμ και με μετανοημένο πρώην ομοφυλόφιλο χριστιανό κάπου στην Αμερική, που δεν πιστεύει πως υπάρχουν ομοφυλόφιλοι, αλλά straight με πλανημένη συμπεριφορά.

Σεβόμενος την θρησκευτική καταγωγή του, πάει κόντρα στην παθητικότητα της αμφιβολίας και κλείνει επίτηδες με ένα θεαματικά μονταρισμένο μακροσκελές μήνυμα κηρυγματικού ύφους, όπως ο Μεγάλος Δικτάτωρ του Τσάπλιν, για τα δεινά που προκαλούν όσοι επικαλούνται το Θεό για τις πολιτικές πράξεις τους, σε ένα άγριο κοντράστ με τα παραμυθάκια που συνοδεύουν τις γραφές, τα οποία και θεωρεί όχι και τόσο αφελή συμβολικά ψέματα. Αυτές οι αναπόδεικτες ιστοριούλες, όπως ο Ιωνάς και το Κήτος, οι περίφημες Δέκα Εντολές, η φυγή του προφήτη Μωάμεθ, οι ρατσιστικές παραβολές του ιδρυτή των Μορμόνων είναι πλέον επικίνδυνες λόγχες, καθώς με τη βοήθεια της εικονογράφησης και της συνεχούς επανάληψής τους, είναι εγγεγραμένες ως αληθινά γεγονότα στο μυαλό των πιστών και συντελούν σε έναν κοινωνικό διαχωρισμό. Πλάκα πλάκα, ο Μάερ καλεί σε αντάρτικο τους μη πιστούς, οι οποίοι είναι η μεγαλύτερη μειονότητα αυτήν τη στιγμή και έχουν κλειδωθεί στην ντουλάπα τους.

Πολύ σωστά, ο σκηνοθέτης Λάρι Τσαρλς δήλωσε πως η ταινία Πίστευε... και Γέλα δεν αφορά τόσο τους άθεους ή τους αγνωστικιστές, αλλά τους δογματικούς, που όμως είναι σχεδόν απίθανο να πληρώσουν για να την παρακολουθήσουν. Επειδή ωστόσο η κωμωδία είναι η μόνη πλατφόρμα που μπορεί να κουβαλήσει τη σοβαρότητα, με πονηριά και ευστροφία, στο DVD, στην τηλεόραση ή σε μια πτήση ενδέχεται να διαβρώσει χαμογελαστά μερικά κολλημένα μυαλά. Και όπως είδαμε και σε κάποιες σκηνές, τέτοια μυαλά υπάρχουν πολλά, και πολύ κολλημένα. Διότι το «δεν ξέρω» είναι σημαντική άποψη στρατευμένης αμφιβολίας, κι όχι κατάθεση αδυναμίας.