Με βλέμμα σοφού δάσκαλου και περιπατητικό βήμα βετεράνου κινηματογραφιστή, ο Ρόμπερτ Μπέντον ξαναβάζει τις καρδιές στη θέση τους σε ένα κομψό, γήινο κολάζ σχέσεων και τριβών, ανάμεσα σε ανθρώπους που ζουν στο Όρεγκον και η τύχη τους φέρνει κοντά. Ένα γηραιό ζευγάρι έχει χάσει το γιο του από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ένας ιδιοκτήτης καφετέριας μένει μόνος επειδή η γυναίκα του τον εγκαταλείπει για τα μάτια μιας άλλης γυναίκας, και ένας νεαρός ερωτεύεται, αλλά δεν έχει τα προς το ζην για να συντηρήσει τη φίλη του. ΟΙ απώλειες και ο πόνος βρίσκουν ανάσα, και το μυστήριο της επιθυμίας κολάζεται μπροστά στην προοπτική του θανάτου. Τόσο κοντά και τόσο μακριά. Ο Μπέντον σαφώς υιοθετεί τη στωικότητα και την αξιοπρέπεια του Φρίμαν, τα πράγματα παίρνουν μια προβλεπόμενη τροπή, και τίποτε απ' όσα συμβαίνουν στην ταινία δεν ανήκουν στη σφαίρα του πρωτότυπου ή του ακραίου. Είναι μέσα στη ζωή και τον έρωτα και η ταινία τα κάνει να φαίνονται σαν κοντινό παραμύθι. Καλωσορίζουμε τη δωρική Τζέιν Αλεξάντερ, μια μεγάλη ηθοποιό κυρίως στο θέατρο και παλιά γνώριμο του Μπέντον από το Κράμερ εναντίον Κράμερ, σε έναν περιορισμένο αλλά φορτισμένο ρόλο, της μάνας που έγινε και πάλι σύντροφος στα γεράματα (η πιο στενόχωρη από τις καταστάσεις που περιγράφονται).