Εκσυγχρονισμένη μετασκευή του ογκώδους μυθιστορήματος του Βικτόρ Ουγκό, οι Άθλιοι του 21ου αιώνα εμπνέονται από τις μαζικές παρισινές διαδηλώσεις του 2005 και ξεκινούν με εντυπωσιακά, ιδιαζόντως ειρωνικά πλάνα αρχείου, όταν χιλιάδες κόσμου έχουν ξεχυθεί στους δρόμους και δονούνται από τη νίκη των τρικολόρ επί της Κροατίας, για να πέσουν οι τίτλοι αρχής: Les Miserables.

 

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λατζ Λι, που απέσπασε το βραβείο της επιτροπής στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, περνάει γρήγορα από τις σκηνές πατριωτικής, προσωρινής μέθης στον στυλιζαρισμένο ρεαλισμό της σκληρής καθημερινότητας στο ανατολικό προάστιο της πρωτεύουσας, το Μονφερμέιγ, εκεί όπου τοποθέτησε μέρος της δράσης ο Ουγκό. Τα προάστια παραμένουν εύφλεκτα, επιβεβαιώνοντας εμφατικά αυτά που γνωρίζουμε από το Μίσος του Κασοβίτς και ένθεν.

 

Οι έφοδοι, στο όριο της νομιμότητας και στην πρακτική της αναγκαιότητας, γίνονται με θράσος και υπερβολή και το «μπαμ» συγκρατείται οριακά ανάμεσα σε αυτούς που επιβάλλουν την τάξη και στους αυτόκλητους αρχηγούς των ομάδων, τους άτυπους ελεγκτές της γειτονιάς που συμπεριφέρονται σαν τσαντισμένοι προαγωγοί των συμφερόντων των πιο δειλών «αδελφών» τους. Μια αστυνομική μονάδα επιτηρεί, καλωσορίζοντας με καψόνι τον ψαρωμένο πρωτάρη της παρέας, ένα λιονταράκι εξαφανίζεται από έναν περιπλανώμενο θίασο Τσιγγάνων, αντίποινα απειλούνται με επιθετικότητα και βία και το βίντεο που τράβηξε ένας πιτσιρικάς γίνεται viral, διαταράσσοντας το παραβατικό αλισβερίσι και τις μιλημένες ισορροπίες που κρατούν ζωντανή και ρέουσα, σαν καλολαδωμένη αλυσίδα, την πυραμίδα μιας κοινότητας που κινείται κάτω από τα ραντάρ και τον νόμο, μια ανάσα μακριά από τη βιτρίνα μιας λουσάτης δημοκρατίας.

 

Μαύροι και μουσουλμάνοι κινούνται υπό συνεχή επιτήρηση, σαν να λογοδοτούν για τη μοίρα τους, σε μια πόλη που τους έχει περιθωριοποιήσει για τους πολλούς γνωστούς λόγους. Ο Λατζ Λι δεν αποκαλύπτει κάτι καινούργιο αλλά καταδεικνύει με σκηνοθετικό δυναμισμό τον αναβρασμό σε ένα ανοιχτό γκέτο της αντίπερα όχθης. Παραθέτοντας εικόνες καθημερινότητας από την οπτική δύο λευκών κι ενός μαύρου αστυνομικού, που γνωρίζουν τα κατατόπια κι έχουν βάλει τα προσωρινά σημάδια πλοήγησης στο πεδίο που εποπτεύουν, σταδιακά αναδεικνύει τις διαθέσεις των ξένων στη χώρα τους, των σύγχρονων Αθλίων, μέχρι τη συλλογική τους εμφάνιση, σαν το κύμα στα γήπεδα, που στην ένωση και κάτω από πίεση φαίνεται η ισχύς του.

 

Ο χαρισματικός Λι στήνει χαρακτήρες και ατμόσφαιρα με άνεση και κρατά τα γκέμια στο πρώτο μισό της ταινίας, ωστόσο του λείπουν το βάθος και η λύτρωση που έδωσαν στο Ντιπάν του Ζακ Οντιάρ, εκτός από τον Χρυσό Φοίνικα, το βάθος και την ανθρώπινη διάσταση που ξεπερνά την έξυπνη (και θαρραλέα) ιδέα του remix ενός κλασικού έργου. Η ταινία του είναι σφιχτή, ζωηρή και επείγουσα, σηματοδοτώντας την έλευση ενός αξιόλογου ταλέντου στον γαλλικό κινηματογράφο.