Αν ο Κριστιάνο Ρονάλντο ενσαρκώνει τον «υπεραθλητή» και ο Λιονέλ Μέσι τη «θεία χάρη», αλλά και την έμπρακτη απόδειξη ότι το μεγάλο ταλέντο μπορεί να έρθει από οπουδήποτε, ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, που βρίσκεται σταθερά στους επιλαχόντες για τον τίτλο του καλύτερου ποδοσφαιριστή των καιρών μας, αλλά εύλογα πολύ πίσω από τους προαναφερθέντες, είναι ο εκπρόσωπος του αφιλτράριστου «κωλοπαιδισμού», μιας ιδιότητας που, για μια μερίδα ποδοσφαιρόφιλων, πολύ κακώς τείνει να εκλείψει.

 

Για την ποδοσφαιρική του αξία δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης, θα χρειαζόμασταν σελίδες για να αναφέρουμε όλα του κατορθώματα. Αρκεί να πούμε ότι στα 41 του παραμένει ενεργός και, παρά τον πρόσφατο, σοβαρό τραυματισμό του, που τον άφησε εκτός αγωνιστικών χώρων για μήνες και θα οδηγούσε άλλους να σταματήσουν το ποδόσφαιρο, εκείνος όχι μόνο επέστρεψε, αλλά πριν λίγες μέρες έγινε και ο γηραιότερος σκόρερ στην ιστορία της Serie A, σπάζοντας το σχετικό ρεκόρ του χαλκέντερου στόπερ της Μίλαν, Αλεσάντρο Κοστακούρτα, από το μακρινό (πια) 2007. 

 

Ο Ιμπραΐμοβιτς μπορεί να σκοράρει με έναν σωρό τρόπους, χαίρεσαι να βλέπεις πώς με τον διασκελισμό του κερδίζει ό,τι του λείπει σε ταχύτητα και, πραγματικά, ο τρόπος που στοπάρει την μπάλα, σε συνδυασμό με την εμφανή βεβαιότητα ότι θα το πετύχει ακόμα και στην πιο άτσαλη μπαλιά, ανήκουν σε εκείνες τις στιγμές ποδοσφαιρικής ποίησης που κάνουν ακόμα και τον αντιφρονούντα να παραβλέψει όσα ενδέχεται να κάνουν τον Σουηδό μια απωθητική φιγούρα εντός κι εκτός γηπέδου – και δεν είναι και λίγα.

 

Το «I am Zlatan» είναι μυθοπλασία σουηδικής καταγωγής, αφηγούμενη μη γραμμικά τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια, καθώς και τα πρώτα επαγγελματικά βήματα του ποδοσφαιριστή. Παρακολουθώντας το, μας θύμισε το «Pele: Birth of a Legend», ένα αντίστοιχο εγχείρημα που είδαμε προ επταετίας, στο οποίο ο συγχωρεμένος Βραζιλιάνος σούπερ σταρ είχε βάλει το χέρι του, παραχαράσσοντας αναίσχυντα την ιστορία και μετατρέποντας τον Αλταφίνι στον κακό της υπόθεσης. Και στην παρούσα ταινία, που βασίζεται σε αυτοβιογραφικό βιβλίο το οποίο συνυπογράφει ο παίκτης, θα δεις, π.χ., το γνωστό περιστατικό κατά τη διάρκεια προπόνησης της Μάλμε με τη δολοφονική κεφαλιά στον συμπαίκτη του να αποκτά χαρακτήρα αιτιολογημένης βίας, υπάρχουν δηλαδή αντίστοιχα στοιχεία παραχάραξης της ιστορίας προς όφελος του παίκτη. Εν αντιθέσει με εκείνη την ταινία, όμως, δεν πρόκειται για αγιογραφία. Η αλαζονεία, η απειθαρχία και ο ατομισμός, στοιχεία δηλαδή σύμφυτα με την ιδιοσυγκρασία του παίκτη, είναι εμφανή, αν και δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι ο ίδιος όλες αυτές τις ιδιότητες τις λογαριάζει για προτερήματα, καθώς συντηρούν τον μύθο του. 

 

Όσοι δεν έχουν ιδέα για τα πεπραγμένα του βιογραφούμενου από πριν θα βρεθούν μπροστά σε ένα συμβατικό δράμα, όπου το μοναδικό redeeming quality του κεντρικού χαρακτήρα είναι το ταλέντο του στο γήπεδο. Με δεδομένο, όμως, ότι η ταινία απευθύνεται πρωτίστως στους φαν, οι τελευταίοι θα μείνουν ικανοποιημένοι από τις φυσιογνωμικές ομοιότητες και θα ταυτιστούν με τον ήρωα, λόγω της εξωκινηματογραφικής «μυθολογίας» που τον συνοδεύει. Από την άλλη, οι πιο ουδέτεροι, σινεφίλ ποδοσφαιρόφιλοι θα δουν ακόμα μια ποδοσφαιρική ταινία που αποτυγχάνει να μεταδώσει την ένταση και το σασπένς του γηπέδου. Τουλάχιστον το «Pele», χάρη στον διευθυντή φωτογραφίας Ματιέ Λιμπατίκ, είχε και λίγο ωραίο, «κινηματογραφικό» −δηλαδή εξωπραγματικό πλην θεαματικό− ποδόσφαιρο για να χρυσώσει το χάπι. 

 

Στο συγκεκριμένο υπο-είδος αθλητικής ταινίας, η τεκμηρίωση εξακολουθεί να προηγείται σαρωτικά σε βάρος της μυθοπλασίας από το πρώτο ημίχρονο και, δυστυχώς, το «I am Zlatan», παρά την εκτελεστική δεινότητα του κεντρικού ήρωα, δεν μπόρεσε να μειώσει το σκορ.