Τον Γερμανό Αντρέα Ντρέσεν ο υπογράφων τον έχει αφήσει στο As we were dreaming του 2015, δηλαδή την προηγούμενη ταινία του που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου. Ο Ντρέσεν γύρισε άλλες δύο ταινίες στο μεταξύ που δεν βρήκαν θέση σε κάποιο από τα μεγάλα φεστιβάλ και επέστρεψε φέτος στο Βερολίνο με τo Ραμπιγιέ Κουρνάζ εναντίον Τζορτζ Μπους, το οποίο αφηγείται την πολυετή σταυροφορία μιας Τουρκάλας μάνας για την απελευθέρωση του γιου της που κρατείται στο Γκουαντάναμο ως ύποπτος τρομοκρατίας.

 

Αν βλέπουμε κάπου βελτίωση σε σχέση με το As we were dreaming είναι στο γεγονός ότι εδώ υπάρχει ένας σκελετός, ένα σενάριο με αρχή, μέση και τέλος, ενώ στο πρώτο ο Ντρέσεν κυνηγούσε την ουρά του μέχρι τους τίτλους τέλους, έμοιαζε να μην ξέρει για τι πράγμα θέλει να μιλήσει.

 

Αν υπάρχει, όμως, και κάποιο κοινό στοιχείο ανάμεσα στις δύο ταινίες είναι η αναποφασιστικότητα που εδώ έγκειται στο ότι δεν έχει καταλήξει τι ταινία θέλει να κάνει. Η κάμερα στο χέρι παραπέμπει σε δράμα κοινωνικού ρεαλισμού, σε μια ντοκιμαντερίστικου τύπου καταγραφή, μα το ύφος της ταινίας είναι τεχνητό, πιο κοντά σε κωμωδία για το ευρύ κοινό, με τις ερμηνείες να έχουν την υπερβολή ενός sitcom και τη Μελτέμ Καπτάν, γνωστή κωμικό στη Γερμανία, όπως διαβάζουμε, να μη χάνει ποτέ την ευκαιρία για κάποιο punchline, το χιούμορ του οποίου συχνά χάνεται στη μετάφραση.

 

Το αποτέλεσμα έχει μεν εξασφαλισμένο το ενδιαφέρον εκείνου του θεατή που δεν χορταίνει να βλέπει σε παραλλαγές το μοτίβο του Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ, του ατόμου που τα βάζει με ένα πανίσχυρο σύστημα για να βρει το δίκιο του, αλλά είναι τονικά ανισόρροπο, κινούμενο πότε στη φάρσα, με σχετικά πιο αποτελεσματικές τις σκηνές των επισκέψεων σε ΗΠΑ και Τουρκία, και πότε στο φτηνό τηλεοπτικό μελό.

 

Χαρακτηριστική η σκηνή της επιστροφής του υιού που, ενώ θα έπρεπε να συνιστά τη δραματική κορύφωση του έργου, παραπέμπει οριακά σε σκετσάκι εκπομπής τύπου «Saturday Night Live». Κάποιες βολές για τη συνδρομή και τη συνενοχή του γερμανικού κράτους στη συνεχιζόμενη αδικία ίσως να άγγιξαν ευαίσθητες χορδές στην πατρίδα του, ενώ η ενεργητικότατη Καπτάν είναι ο κινητήριος μοχλός της ταινίας του.

 

Από κει και πέρα, αν μας ρωτάτε, η μεγαλύτερη ανατροπή που μας επιφύλασσε ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν τα τελευταία χρόνια δεν ήταν ούτε το διακινηματογραφικό τελευταίο τρίλεπτο του Split, ούτε η κασκαρίκα που έστησε ο Mr. Glass στις μυστικές οργανώσεις που θέλουν να πατάξουν τους ξεχωριστούς ανθρώπους στο Glass, ούτε καν οι σατανικοί γιατροί στο Old, αλλά η απονομή όχι ενός αλλά δύο βραβείων σε αυτή την ταινία από τη θέση του προέδρου της κριτικής επιτροπής στο Διαγωνιστικό του Βερολίνου.