To επονομαζόμενο torture porn ήταν ένα υποείδος που γεννήθηκε λίγο μετά τη δημοσίευση των βάναυσων πρακτικών ανάκρισης των αμερικανικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της (αντι)τρομοκρατικής δράσης τους. Δεν αποτελούσε κριτική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ήταν περισσότερο μια τάση εναρμόνισης του σινεμά τρόμου με την εποχή του, μια εισροή των καρέ της ειδησεογραφίας της εποχής στο είδος και τίποτα παραπάνω, γι’ αυτό και δεν παρέδωσε ούτε μια ταινία της προκοπής και πέθανε πολύ γρήγορα, δίνοντας τη θέση του στο πολύ πιο ενδιαφέρον (και) αισθητικά είδος του found footage.

 

Όλα αυτά για να πούμε ότι οι ταινίες του υπο-είδους δεν μας άρεσαν ούτε όταν ήταν «επίκαιρες», οπότε δύσκολα θα μας κέρδιζε μια αργεντίνικη σχετική απόπειρα γυρισμένη χρόνια μετά, ειδικά από τη στιγμή που δεν έχει τίποτε άλλο να κομίσει πέρα από την καλλιγραφία(;) της βίαιης παραμόρφωσης της σάρκας. Εδώ πρόκειται για τέτοια κακοτεχνία, δε, που είναι ντροπή να βάζουμε ακόμα και σκωπτικά τη λέξη «καλλιγραφία» στην κριτική μας. Και αν δεν έχετε πειστεί για την κακόβουλη φύση του θεάματος μέσα στην πρώτη ώρα, αρκεί να δείτε τον τρόπο που χρησιμοποιεί τη μουσική το σκηνοθετικό δίδυμο και τη «στάση» του φακού σε μια σκηνή βιασμού, για να βεβαιωθείτε ότι δεν πρόκειται απλώς για κινηματογραφικό καθίζημα αλλά για ένα φιλμικό «συμβάν» που μερικοί λαοί θα θεωρούσαν casus belli.