Αν κάτι διαχωρίζει τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, τον χαρακτήρα που έπλασε η πένα του Ζορζ Σιμενόν, από τον Ηρακλή Πουαρό της Άγκαθα Κρίστι, είναι ο στόχος που έχουν επιλύοντας μυστήρια. Τον Πουαρό τον μέλει να τιμωρηθεί ο ένοχος και να αποκατασταθεί η ισορροπία στον κόσμο, καθώς αντιλαμβάνεται τη δικαιοσύνη με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, και συχνά στις ιστορίες της Άγκαθα Κρίστι, ανάμεσα στο θετικό και στο φυσικό δίκαιο, η Βρετανίδα συγγραφέας προκρίνει το δεύτερο. Για τον Μαιγκρέ έχει μεγάλη σημασία ο θύτης να κατονομάσει το κακό που έκανε και ιδανικά να δηλώσει μετάνοια. Από τη μια ο αγγλοσαξονικός κολασμός, από την άλλη ο γαλλικός σωφρονισμός.  

 

Αυτή η θεώρηση γύρω από τη στοχοθεσία της απονομής δικαιοσύνης και το έγκλημα γίνεται εμφανής και στον Maigret του Πατρίς Λεκόντ, όπου ο επιθεωρητής Μαιγκρέ με τις κατάλληλες ερωτήσεις προτρέπει τον θύτη να μιλήσει γι’ αυτό που έκανε, να ομολογήσει την αμαρτία του και να αντιληφθεί την ηθική συντριβή του – στα βιβλία δεν το καταφέρνει πάντα. Μόνο που το συγκεκριμένο μυστήριο επηρεάζει σε προσωπικό επίπεδο τον επιθεωρητή. Το νεκρό κορίτσι του θυμίζει μια δική του απώλεια κι έτσι η ιστορία, αν και δεν είναι από τις πιο πολύπλοκες (και περίτεχνες) υποθέσεις που σκάρωσε ο Σιμενόν, αποκτά μια πρόσθετη συναισθηματική διάσταση. 

 

Κι έπειτα είναι και η προσέγγιση του χαρακτήρα που διαφέρει. Ο Μαιγκρέ της ταινίας είναι ένας Μαιγκρέ κουρασμένος, είναι ο Μαιγκρέ του Γκαμπέν στο λυκόφως της καριέρας του. Καταβεβλημένος από όσα στερήθηκε και στέρησε στους άλλους μέσα στα προηγούμενα χρόνια, μοιάζει να αναζητά μάταια ένα είδος προσωπικής κάθαρσης. Τον ήρωα υποδύεται ένας εξαιρετικός Ντεπαρντιέ που μοιάζει να κουβαλά πάνω του όλο το βάρος του κόσμου, αντλώντας έμπνευση, ενδεχομένως, από οικεία κρίματα κι απώλειες. 

 

Ο φαντασματικός επίλογος τη συνδέει με το υπόλοιπο έργο του Λεκόντ μέσω του μοτίβου της φαντασίωσης μιας δεύτερης ευκαιρίας, μιας άλλης ζωής. Κι αν ο Γάλλος δημιουργός δεν προσπαθούσε για ακόμα μια φορά μέσα στα τελευταία χρόνια να γίνει αρεστός στο σύγχρονο κοινό μέσω μιας αισθητικής που ανά διαστήματα δεν ταιριάζει ούτε με την ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα, αλλά ούτε και με τη φύση της ιστορίας και του είδους, θα είχε υπογράψει τη μεγάλη του επιστροφή, την οποία περιμένουμε από το Confidences Trop Intimes του 2004. Έστω κι έτσι, το Maigret συνιστά μια αξιόλογη και ευγενή προσθήκη τόσο στη φιλμογραφία του Γάλλου δημιουργού όσο και στο είδος του whodunit, το κοινό του οποίου έχει μείνει νηστικό φέτος το καλοκαίρι.