Η δραματική ιστορία της σύλληψης και καταδίκης του Άλντο Μπραϊμπάντι, που παρουσίασε στο διαγωνιστικό τμήμα του 79ου Φεστιβάλ Βενετίας τον περασμένο Σεπτέμβριο ο σκηνοθέτης του «Λαμέρικα» και του «Κλέφτη Παιδιών», τιμημένος με τον Χρυσό Λέοντα, Τζιάνι Αμέλιο, είναι δυσανάλογα άγνωστη εκτός Ιταλίας − ουσιαστικά, ο ποιητής, δοκιμιογράφος, σκηνοθέτης, εικαστικός και θεατρικός συγγραφέας είναι τόσο αόρατος (ή ξεχασμένος) στην Ελλάδα, που σε μια απλή αναζήτηση στο εγχώριο διαδίκτυο δεν απαντάται ούτε μισό λήμμα, ούτε για το έργο, ούτε και για την ξεχωριστή περίπτωσή του. Ωστόσο, απασχόλησε εκτεταμένα τα τοπικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, και σε δεύτερο χρόνο το πολιτικό κατεστημένο, όταν συνελήφθη στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 βασικά για τη σχέση του με έναν 23χρονο ακόλουθο και μαθητή του, τον Τζοβάνι Σανφρατέλο, μετά από μήνυση του πατέρα του.

 

Ο Τζοβάνι είχε συνοδεύσει τον Μπραϊμπάντι στη Ρώμη, επιθυμώντας να ξεφύγει από την υπερσυντηρητική οικογένειά του, με την οποία τον χώριζαν ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Όπως φαίνεται και από το ξεκίνημα του «Άρχοντα των Μυρμηγκιών», η μητέρα και ο αδελφός του Τζοβάνι κανόνισαν την απαγωγή του νεαρού και για να τον τιμωρήσουν, εξασφαλίζοντας την «απόσχισή» του από την κακή επιρροή του μέντορά του, τον έκλεισαν με το ζόρι σε ψυχιατρική κλινική, όπου υπέστη ηλεκτροσόκ επί 15 μήνες, μέχρι να του χορηγηθεί απολυτήριο. Ο Μπραϊμπάντι οδηγήθηκε θεαματικά στη φυλακή και κατηγορήθηκε για παραβίαση προσωπικότητας άλλου προσώπου, για ίδιους, διαβολικούς σκοπούς, μια λεπτομέρεια από τον ανενεργό πλέον φασιστικό ποινικό κώδικα, διότι η ομοφυλοφιλία δεν θεωρείτο αδίκημα, πολύ απλά γιατί αν κατηγορείτο για κάτι τέτοιο, τότε αυτόματα υπήρχε η παραδοχή της ύπαρξης της ομοφυλοφιλίας!

 

Ο Μπραϊμπάντι, ως άλλος Παζολίνι πριν την ώρα του, έχοντας το άτυχο προνόμιο να είναι ιστορικά ο μόνος που κατηγορήθηκε για το διαβόητο «plagio», από την αρχή της δίκης που προετοιμαζόταν για μια τετραετία δεν θεώρησε τον εαυτό του μάρτυρα των περιστάσεων, και παρά τον διασυρμό και τη δαιμονοποίηση που δέχθηκε από τους μάρτυρες υπεράσπισης του Τζοβάνι, κυρίως κοντινούς ανθρώπους των Σανφρατέλο ή μέλη της οικογένειας, παρέμεινε ψύχραιμος, με εξαίρεση τις στιγμές της αντιπαράθεσης με τον «διορθωμένο» αγαπημένο του, ο οποίος παρά τις επίμονες ιατρικές απόπειρες αλλοίωσης της άποψής του ποτέ δεν παραδέχθηκε πως ο Άλντο υπήρξε ψυχικός κακοποιητής ή ότι ο ίδιος έκανε οτιδήποτε παρά τη θέλησή του.

 

Ο Αμέλιο δοκιμάζει δυο τεχνάσματα για να βοηθήσει την αποσπασματική του βιογραφία. Από τη μία, τοποθετεί στη δίκη έναν πρόθυμο να μάθει την αλήθεια δημοσιογράφο, τον Ένιο (Έλιο Τζερμάνο), ο οποίος ενώνει τις κρυφές γραμμές της συντηρητικής δίωξης του Μπραϊμπάντι με τις κομμουνιστικές του θέσεις, γεγονός που κινητοποίησε το κόμμα και έκανε την περίπτωση να ακουστεί πέρα από τους νομικούς και «κίτρινους» κύκλους. Από την άλλη, ο τίτλος παραπέμπει στην παρατήρηση των μυρμηγκιών, της μεθοδικής κοινωνίας που χτίζουν αλλά και της αλληλεξάρτησής τους, και παραείναι ακροβατικός στον συμβολισμό του μέσα στην ταινία.

 

Ο Αμέλιο δεν καταφέρνει να συσχετίσει τον συγγραφέα με κάτι υπερβατικό και σκηνοθετικά πιο προσωπικό, σίγουρα αντλεί το υλικό του από μια συναρπαστικά σκοτεινή σελίδα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας του, προς τιμήν του το θυμίζει σε όλον τον κόσμο, περιγράφει το θέμα καλύπτοντας όσο μπορεί τις κύριες γραμμές του έργου του Μπραϊμπάντι, αλλά το χειρίζεται ακαδημαϊκά, και δεν επιφυλάσσει σε όλους τους χαρακτήρες αρμονική παρουσία ή κρίσμο ρόλο στην πλοκή.