Στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν το κύμα των Ευρωπαίων μεταναστών προς την αμερικανική ήπειρο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ένα πλοίο με 260 μετανάστες από την Ισπανία ναυαγεί στις ακτές του νησιού Σαλβόρα. Τρεις γυναίκες από το νησί θα σπεύσουν να βοηθήσουν τους ναυαγούς, κατορθώνοντας να σώσουν μερικούς, αλλά η έρευνα ενός δημοσιογράφου για το ναυάγιο θα εντείνει τις φήμες πως υπάρχει δόλος πίσω από την τραγωδία.

 

Δραματοποίηση του «Τιτανικού της Γαλικίας», ενός τραγικού, καθόλου αθώου ή τυχαίου ναυαγίου στην Ισπανία του 1920, η ταινία Το Νησί των Ψεμάτων ξεκινά δυνατά. Νυχτερινό σκηνικό, αγριεμένη θάλασσα, ανήσυχες γυναικείες φιγούρες σε έναν τόπο από τον οποίο οι άνδρες απουσιάζουν και ο φαροφύλακας ακούει ανθρώπινες φωνές απελπισίας στο ανοιχτό πέλαγος, καταμεσής μιας έντονης καταιγίδας. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, τρεις μαυροφορεμένες ντόπιες κατορθώνουν να σώσουν πενήντα επιβάτες, αλλά το ξημέρωμα αποκαλύπτει την ανείπωτη φρίκη διακοσίων νεκρών, πνιγμένων στα κύματα, καθώς το ναυάγιο ενός πλοίου με κατεύθυνση στο Μπουένος Άιρες ξεβράζει τα κομμάτια προς τις ακτές του βραχώδους, αφιλόξενου νησιού. Οι Αρχές καταφθάνουν να καταγράψουν το συμβάν, οι γυναίκες ανακηρύσσονται ηρωίδες και ένας πρωτευουσιάνος φιλόδοξος δημοσιογράφος, που ερευνά επί τόπου, υποψιάζεται πως κάτι πολύ παράξενο κρύβεται πίσω από την πράξη αυτοθυσίας. «Αγαθοεργίες κάνουν οι ανώτεροι προς τους κατώτερους» σπεύδει να διορθώσει την κυρία που του προσφέρει καθημερινά καφέ και του παραχωρεί ένα από τα λιγοστά τηλέφωνα για να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, εννοώντας σαφώς πως οι γυναίκες που ρίσκαραν τη ζωή τους προφανώς ενήργησαν από αλληλεγγύη. Αυτό ή αυτούς που ήθελαν να καλύψουν το καταλαβαίνουμε σχετικά νωρίς, αλλά η ταινία επιμηκύνει το μυστικό, δίνοντας μια όχι και τόσο πειστική έμφαση στα τρομαγμένα μισόλογα και στις δραματικές σιωπές.

 

Στο ντεμπούτο της στην κινηματογραφική μυθοπλασία, η βετεράνος στις τηλεοπτικές σειρές και στα ντοκιμαντέρ Πάολα Κονς έχει σκοπό να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή ηρωίδων που γλίστρησαν στη λήθη, επειδή παρεξηγήθηκαν οι προθέσεις τους, για μια ιστορία σημαντική, αλλά ξεχασμένη, στη μαύρη επέτειο των εκατό χρόνων από το πιο πολύνεκρο δυστύχημα της χώρας. Το πρώτο 20λεπτο, απόκοσμο και μυστηριώδες, φανερώνει δύναμη στη δημιουργία ατμόσφαιρας ‒ ο θεατής δεν είναι σίγουρος αν βλέπει θρίλερ του φανταστικού ή ένα βαρύ δράμα που κρέμεται από ένα δυσεπίλυτο αίνιγμα. Ένα αργόσυρτο crime εποχής παραχωρεί τη θέση του στη διφορούμενη αρχική υπόσχεση, με υπόνοιες που επαναλαμβάνονται και κεντράρουν σε ερμηνείες που ταιριάζουν καλύτερα σε καθημερινό σίριαλ. Φυσικά, δεν ευθύνονται οι ηθοποιοί, κυρίως ο έμπειρος Αργεντινός Ντάριο Γκραντινέτι, αλλά η σκηνοθέτις, η οποία ανοίγει το πρόβλημα σε μια μικρή κοινωνία πολιτικής διαφθοράς και αρσενικού σοβινισμού, αλλά δεν έχει τα φόντα να το προσδιορίσει και να το αναδείξει.