Η μεγάλη διαφορά μεταξύ του Κοριτσιού με το βραχιόλι και της πρωτότυπης ταινίας στην οποία βασίστηκε, το Accusada του Αργεντινού Γκονζάλο Τομπάλ, που είδαμε στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2018, έγκειται στον χειρισμό και την προσέγγιση μιας υπόθεσης με θύμα μια ανήλικη και θύτη την επίσης ανήλικη καλύτερη φίλη και συμμαθήτριά της. Η κατηγορούμενη είναι κι εδώ το επίκεντρο μιας δίκης που καταλήγει να είναι αυτό που έχουμε συνηθίσει να χαρακτηρίζουμε ως πολύκροτη, ένα σίριαλ με διογκωμένο ενδιαφέρον από τα media και αθρόα, επιπόλαια επικριτική συμμετοχή της μάζας.

Αντίθετα, στο γαλλικό remake του Στεφάν Ντεμουστιέ, που βραβεύτηκε με το Σεζάρ Διασκευασμένου Σεναρίου, τα πράγματα είναι πολύ πιο ήσυχα, αν και εξίσου αμφίσημα: δολοφόνησε τη Φλόρα ή μήπως όχι η Λιζ, η οποία φαίνεται να υποστηρίζεται από τον εύλογα αυστηρό και ανήσυχο πατέρα της και να διατηρεί μια πιο απόμακρη σχέση με τη χειρουργό μητέρα, η οποία φρόντισε, καθόλου τυχαία, να είναι διαρκώς απασχολημένη με τη δουλειά της στο νοσοκομείο και αρνείται να παραστεί στη δίκη, τουλάχιστον στα πρώτα της στάδια.

Με σωστούς παραστάτες τους έμπειρους Ροσντί Ζεμ και Κιάρα Μαστρογιάνι στους ρόλους των γονέων, η νεοφερμένη Μελίσα Γκερς δίνει μια ερμηνεία εντυπωσιακής λιτότητας: κρατά μια σταθερά μη απολογητική στάση στο δικαστήριο, εκτονώνοντας την όποια απόπειρα ενοχοποίησής της όποτε ανεβάζει ταχύτητες η εισαγγελέας της έδρας (η Αναΐς Ντεμουστιέ, αδελφή του σκηνοθέτη), ειδικά όταν οι ερωτήσεις γίνονται προσωπικές και αδιάκριτες.

Το Κορίτσι με το βραχιόλι της περιορισμένης, υπό αίρεση ελευθερίας, συμβολικά και κυριολεκτικά, «ανακρίνεται» για την προσωπικότητα και τη σεξουαλική της συμπεριφορά σε μια υπόθεση με λιγοστά στοιχεία, πολλές ενδείξεις και ακόμη περισσότερες αναγωγές, ελλείψει άλλων υπόπτων. Οι γαργαλιστικές λεπτομέρειες, ακόμη και για τα δεδομένα της παραδοσιακά λιγότερο πουριτανικής γαλλικής κουλτούρας, σταδιακά υποκαθιστούν το επίκεντρο της εξέτασης και κατευθύνονται στις προτιμήσεις μιας έφηβης και τους κώδικες μιας γενιάς που αναπόφευκτα απέχει πολύ από εκείνη που κρίνει και έχει την εξουσία να καταδικάζει ‒ είναι μια εκδοχή του κλασικού επιχειρήματος για το πόσο αντικειμενικός και ανεπηρέαστος από την κοινωνία παραμένει ο νόμος.

Η σκηνοθεσία είναι ακριβής, σφιχτή, γεμάτη εντάσεις, με ποικιλία κοντινών πλάνων και ο Ντεμουστιέ εμπιστεύεται το ανέκφραστο πρόσωπο της Λιζ όταν εκείνη αρνείται να επαναλάβει, να υπογραμμίσει ή ακόμη και να τιμήσει ερωτήσεις που δεν βρίσκει σκόπιμο ή καν εφικτό να απαντηθούν, μόνο και μόνο για να κάνει τη χάρη στους δικαστές της ή για να λυπηθεί τους γονείς της ‒ σημειωτέον, βρισκόμαστε στην ψύχραιμη Νάντη και όχι στη σνομπ πρωτεύουσα. Μέσα από την ακροαματική διαδικασία λεπτομέρειες ανασυνθέτουν τη μοιραία βραδιά που οι δυο φίλες μοιράστηκαν το κρεβάτι της Φλόρα μετά από μια διαμάχη, τη συμφιλίωση, ένα πάρτι και συνευρέσεις με φίλους, αλλά η ταινία αρνείται να φανερώσει την αντικειμενική αλήθεια με αποκαλυπτικά φλασμπάκ και αστυνομικά κόλπα. Μιλάει για το δικαίωμα ενός κοριτσιού να αντιμετωπίσει το μέλλον του σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη δική του αλήθεια, ακόμα κι αν η ψυχρή στάση του εκληφθεί ως εγκληματική αδιαφορία ‒ ηθικά παρεξηγήσιμη, αλλά όχι απαραίτητα ποινικά κολάσιμη.

Το Κορίτσι με το βραχιόλι δεν μένει ασυγκίνητο μπροστά στο δράμα μιας σημαντικής ανθρώπινης απώλειας και στην τρίτη πράξη ανατρέπει τα δεδομένα και προσφέρει διακριτικά την ανάλογη κάθαρση, χωρίς να προδίδει τις αρχικές προθέσεις του σύνθετου πορτρέτου που επιχειρεί.