Το Η κυρία Χάρις πάει στο Παρίσι είναι το είδος της κομεντί που ο Στίβεν Φρίαρς θα χαιρόταν να πειράξει, να ανακατέψει λίγο το καλοπροαίρετο πνεύμα της χήρας καθαρίστριας που εκπληρώνει το όνειρό της να πάει στην πρωτεύουσα της μόδας στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και να ακουμπήσει τις οικονομίες μιας ζωής (αλλά και της τύχης, που ξαφνικά της χαμογέλασε) για να αγοράσει ένα μεγαλειώδες φόρεμα από τον οίκο Dior, και μάλιστα από τα χέρια του κορυφαίου μόδιστρου.

 

Αντ’ αυτού, ο ανέμπνευστος Άντονι Φέιμπιαν παρακολουθεί τα ατελείωτα γυρίσματα της μοίρας στη ζωή της χαρωπής, αγαθής, μονίμως αισιόδοξης κυρίας Έιντα Χάρις σαν να είναι τερτίπια ενός φαντασιόπληκτου παραμυθιού, χωρίς την ειρωνεία που θα τα προσγείωνε σε μια στοιχειώδη, συνεπώς πειστική πραγματικότητα ‒ ακόμα και για ταινία γυρισμένη το 1957, τη χρονιά που εκτυλίσσονται τα επινοημένα γεγονότα, το κοινό μάλλον θα την εκλάμβανε ως μια ελαφριά δίωρη παρένθεση για μεσήλικες. Μπροστά της οι φαντασίες του Κάπρα και κυρίως το Lady for a day που ξαναγύρισε δεκαετίες αργότερα ως Pocketful of Miracles με πρωταγωνίστρια την Μπέτι Ντέιβις φαντάζουν κοινωνικά μανιφέστα με νόημα και ουσία.

 

Η Σταχτοπούτα της ταινίας, που αρχικά επινόησε ο Αμερικανός συγγραφέας Πολ Γκάλικο στη σειρά μυθιστορημάτων του με ηρωίδα τη λάτρη των ρόδων και σύμβολο της βρετανικής αξιοπρέπειας, είναι, για να μην παρεξηγηθώ, ένας αγαπητός και θετικός χαρακτήρας (lovely and adorable, by all means…) που σχεδιάστηκε για να αφοπλίζει, συνεπώς να εξοστρακίζει τον κυνισμό με τις άδολες προθέσεις και την ειλικρινή στάση ζωής που διατηρεί παρά την προσωπική της ανέχεια και τον εγωισμό του κόσμου. Η Λέσλι Μάνβιλ, υποψήφια για Όσκαρ για τον εντελώς διαφορετικό ρόλο της στην Αόρατη Κλωστή (η αδελφή του Ντάνιελ Ντέι Λιούις στο αριστούργημα του Πολ Τόμας Άντερσον), είναι ολόσωστη και ευθυτενώς αθώα στην ενήλικη εκδοχή μιας αιώνιας παιδούλας με το βάρος μιας ευθύνης που συχνά δεν της αξίζει.

 

Ωστόσο η ταινία υστερεί και εν τέλει προδίδει τη φιλότιμη προσπάθειά της. Οι συναντήσεις της με τους αφέντες της διαδρομής της, από τον εισπράκτορα, τη συνάδελφο και τον booker της γειτονιάς (ο ταιριαστά τραχύς Τζέισον Άιζακς) μέχρι τον Γάλλο χήρο που τη βλέπει ως την νταντά του (καλή επιλογή του κάστινγκ το καλλιεργημένο πρόσωπο του Λαμπέρ Ουιλσόν), τον υστερικό αρχιράφτη του Dior και τον ίδιο τον αποστασιοποιημένο Θεό της υψηλής ραπτικής, με ενδιάμεσες στάσεις ένα απογοητευμένο μοντέλο του οίκου, έναν διανοούμενο υπάλληλο (αξιοπρόσεχτος ο Λούκας Μπράβο που έχουμε δει και στο Emily in Paris) και την απαράδεκτα αγενή σύζυγο του άρχοντα των σκουπιδιών του Παρισιού, που ευθύνεται για την απεργία και την κακοσμία στους δρόμους, δεν είναι παρά μια σειρά από διασταυρώσεις με σχηματικούς τύπους και τυχάρπαστες συνθήκες, ένα κομψό, αλλά άψυχο αράδιασμα συμπτώσεων με βαρετή πλανοθεσία, στοιχειώδες μοντάζ και εκνευριστικά εμφατικό μουσικό σκορ από τον Ράελ Τζόουνς.

 

Η πολύ βρετανική ταινία του Φέϊμπιαν πάσχει από το σύνδρομο της υπερχαριτωμένης ευγένειας, με σκηνές που πολύ συχνά σχηματοποιούν με αφέλεια τους χαρακτήρες και τους μειώνουν σε καδραρισμένες ακουαρέλες, όπως ακριβώς είναι η εικονογράφηση της σειράς του Γκάλικο.