Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Ράντου Ζούντε είχε υποβάλει το προς ανάπτυξη πρότζεκτ του στο Berlin Film Market τον Φεβρουάριο του 2020 με τον τίτλο Sleepwalkers και η πανδημία, αντί να κάμψει τα σχέδιά του, πυροδότησε ταχύτατα και in extremis τα καλλιτεχνικά του ένστικτα, έτσι το παρέδωσε με συνέπεια και, όπως αποδείχθηκε, μεγάλη δόξα, δεδομένης της Χρυσής Άρκτου, ακριβώς έναν χρόνο αργότερα, έγκαιρα και χωρίς συμβιβασμούς (ακολουθώντας όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα κατά τη διάρκεια του γυρίσματος) στην Berlinale του 2021, που έγινε online.

 

Όλα ξεκινούν ακριβώς με αυτό που περιγράφει γλαφυρά ο τίτλος, ένα ερασιτεχνικό, αν και ατυχές στην έκβασή του πήδημα ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, που όμως εξελίσσεται σε παλαβό πορνό, όταν ανεβαίνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο διαδίκτυο γενικώς και η πρωταγωνίστρια, καθηγήτρια σε ευυπόληπτο σχολείο, βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να το μαζέψει ‒χωρίς όμως να τα καταφέρνει και χωρίς να γνωρίζει ποιος έκανε τη ζημιά της κοινοποίησης‒ και να απολογηθεί μπροστά σε μια ετερόκλητη ομήγυρη συναδέλφων και κηδεμόνων στον προαύλιο χώρο του εκπαιδευτικού ιδρύματος ‒ έτσι, για να τηρούνται τα μέτρα απόστασης και ασφαλείας.

 

Στο δεύτερο μέρος της «τρίτομης» σάτιρας ο Ζούντε ανατρέπει την αφηγηματική δομή, εκθέτοντας κοφτά και παραθετικά, με βίντεο και εικόνες σύγχρονες και αρχειακές ένα ημίωρης διάρκειας, παρατεταμένο γλωσσάρι ανανεωμένης ιστορικής εκπαίδευσης, μια ντανταϊστικού πνεύματος περίληψη του δυτικού πολιτισμού. Περιδιαβαίνοντας το Βουκουρέστι εν μέσω καραντίνας, η Έμι έχει μόνο το ρεζίλι του sex tape στο προβληματισμένο μυαλό της και ο Ζούντε βρίσκει την ευκαιρία να λοξοκοιτάξει με την κάμερά του αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω από το επίκεντρο μιας γυναίκας που περπατάει, καταγράφοντας τις πινακίδες που βρίθουν σαρκικής επιθυμίας και στενής επαφής, την ίδια στιγμή που οι κάτοικοι δεν θέλουν πολύ να ξεσπάσουν τα νεύρα τους, συνήθως απότομα και χυδαία.

 

Η διάκριση του αρχικού έντεχνα ντοκιμαντερίστικου στυλ με τον επεξηγηματικό νεολογισμό πάνω στα σύμβολα και τις αξίες και κυρίως με το τρίτο μέρος, στην αυτοσχέδια δίκη που φαίνεται από νωρίς πως είναι ένα προμελετημένο, επιθετικό κυνήγι μαγισσών, είναι ένα υπολογισμένο δραματουργικό σοκ, ισάξιο με την εύθυμη τσόντα που πιάνει τον θεατή κυριολεκτικά από τα μούτρα με το καλημέρα ‒ ο Ζούντε θεωρεί πως δεν υπάρχει πρόβλημα να δείξει, με εμβόλιμη παρωδία, ό,τι μπορεί ο καθένας να χαζέψει άνετα στο κινητό του, ανά πάσα στιγμή, ανεξαρτήτως ηλικία.

 

Αυτό είναι και το point των πολέμιων της δημόσιας λειτουργού, που την κατακεραυνώνουν, μπουνιουελικά και ακατάσχετα, ως επικίνδυνα μιαρή για τα σχολιαρόπαιδά τους, ανασύροντας τις μεθόδους διδασκαλίας της και την αναμενόμενη ηθική συνέπεια της απερισκεψίας της. Καλά προετοιμασμένη, και καλύτερα απ’ όλους διαβασμένη στην ειδικότητά της, την Ιστορία, η «κατηγορούμενη» αμύνεται με επιχειρήματα βγαλμένα από τα κόκαλα της πατρίδας της, τους εθνικούς συγγραφείς και τους αγαπημένους ποιητές, και μάλιστα βρίσκει κάποιους συμμάχους στην άνιση μάχη που δίνει στο λαϊκό δικαστήριο, την ίδια στιγμή που ένας υπάλληλος καθαρίζει ένα άγαλμα στο φόντο.

 

Είναι σαφές πως ο Ζούντε στηλιτεύει όλο το σύστημα που στηρίζεται στο συνονθύλευμα του χριστιανισμού, του καπιταλισμού και του κομμουνισμού, χωρίς χρονολογική προτίμηση, στην κατάχρηση εξουσίας που οδήγησε τη Ρουμανία στον θυμό και στη σύγχυση. Το Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό είναι ένα ενδιαφέρον, υπερφορμαλιστικό αξιοπερίεργο σαν πρακτική άσκηση πάνω στις πολιτικές επιστήμες, με αφαίρεση, επιτήδευση και βερμπαλισμό (αντιστοίχως στα τρία μέρη που το συναπαρτίζουν), φλόγα, ορμή και επιτέλους μια εξαιρετική αίσθηση του κομφούζιου που προκαλεί το lockdown και ένα σίγουρο, κατά τον σκηνοθέτη και το αλά Μακαβέγιεφ φινάλε του, συμπέρασμα: πως όλα είναι τσόντα!