Κανείς δεν αμφισβητεί την ευκρίνεια και την ευγένεια των προθέσεων του Τζορτζ Κλούνι. Οι ταινίες του εξυπηρετούν καλό σκοπό και ο ίδιος δεν είναι ένας ακόμα καλλίπυγος, ματαιόδοξος ηθοποιός που στράφηκε στη σκηνοθεσία και την παραγωγή για να έχει τον έλεγχο των σεναρίων που έρχονται στα χέρια του, αλλά ένας διαβασμένος κινηματογραφιστής με σφαιρικές κοινωνικές ευαισθησίες – στο Βερολίνο μάλιστα συμφώνησε, σε σχετική ερώτηση Έλληνα δημοσιογράφου, πως καλό θα ήταν τα κλεμμένα μάρμαρα να επιστρέψουν στην Αθήνα, θέση που Αμερικανοί συνάδελφοί του δεν θα έπαιρναν ποτέ, μάλλον διότι δεν θα γνώριζαν καθόλου το θέμα. Είναι ένας (πολύ) Αμερικανός που χρησιμοποιεί την ανοιχτή του σκέψη για να κατανοήσει τις διαφορετικές κουλτούρες. Στο Μνημείων Άνδρες, που μοιάζει περισσότερο με φιλότεχνη επιχείρηση παρά με ρέουσα ταινία, χαλάει το θετικό του σερί. Γύρισε μια ταινία που φαίνεται δύσκολο να χαρεί ο θεατής, παρά την υπερπροσπάθειά της να αρέσει. Ο μέσος Αμερικανός ενδέχεται να τη βρει παλιομοδίτικα ευρωπαϊκή και ο μέσος Ευρωπαίος θα δυσανασχετήσει με την αμερικάνικη υπεραπλούστευσή της, Οι δε κυνικοί, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θα καγχάσουν με αυτή την πολεμική παραλλαγή της Συμμορίας των 11, χωρίς τη δράση και το μονταζιακό ανακάτεμα της τράπουλας του Στίβεν Σόντερμπεργκ. Πρόκειται για την ανιδιοτελή αποστολή επίλεκτων, και λίγο σιτεμένων, στρατιωτών, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να εντοπίσουν και να διασώσουν σημαντικά έργα τέχνης που κλάπηκαν από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές πλούσιων Εβραίων από τους ναζί, με σκοπό να εμπλουτίσουν το σχεδιαζόμενο υπερ-μουσείο του Φίρερ ή να κοσμήσουν τους τοίχους των σπιτιών τους. Τα περιστατικά της μεθοδευμένης κλοπής είναι αληθινά και τα έχει καταγράψει στο βιβλίο του ο Ρόμπερτ Έντσελ, αν και οι χαρακτήρες της ταινίας είναι συμπιλήματα πολλών διαφορετικών αληθινών πρωταγωνιστών όλων των ειδικοτήτων που στρατολογήθηκαν για τον ευγενή σκοπό της σωτηρίας των εν λόγω έργων. Με τέτοια ιστορία ο Τζορτζ Κλούνι θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι σπουδαιότερο από μια συνάθροιση πασίγνωστων ηθοποιών που ναι μεν παίζουν σαν παλιόφιλοι, αλλά δείχνουν να μην πιστεύουν σε κάτι άλλο πέρα από την παρέα μπροστά σε κάμερες. Ο Κλούνι, μια διασταύρωση Γκρέγκορι Πεκ και Κλαρκ Γκέιμπλ, χαμογελάει συνεχώς και χωρίς ιδιαίτερο νόημα και βγάζει λόγους με φαινομενική βαρύτητα, αλλά χωρίς βάθος, εκτός από το προφανές. Οι άνδρες, με τη βοήθεια της Κέιτ Μπλάνσετ στον ρόλο μια Γαλλίδας που δουλεύει για τους ναζί αλλά δεν είναι ακριβώς συνεργάτις τους, εκπέμπουν άνεση και φυσικότητα, πολλές φορές προβάλλοντας τη γνωστή κινηματογραφική τους περσόνα, όπως στην περίπτωση του Μπάλαμπαν, του Μάρεϊ και του Ντυζαρντέν (ο οποίος έχει και τον πιο αμήχανο ρόλο), αλλά προδίδονται από μια άτσαλη, αποσπασματική αφηγηματικότητα. Και όταν μια τέτοιας θεματικής ταινία σκοντάφτει στο σημείο που θα όφειλε να υπερέχει, δηλαδή στον τρόπο που ξεδιπλώνει την υπόθεση, τότε πώς συγχωρούνται οι χοντράδες, όπως στο εντελώς αφελές φινάλε, με τον αγώνα δρόμου ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Σοβιετικούς για την ανάκτηση των χαμένων θησαυρών; Ως και η μουσική επένδυση του Αλεξάντρ Ντεσπά, ο οποίος μετράει μόνο επιτυχίες σε όποιο είδος και αν έχει κληθεί να επενδύσει, σφυρίζει σε λάθος σκοπό, υποδεικνύοντας ιλαρά τις συνεχείς μικρές αλλαγές τόνου που επιχειρούνται για ποικιλία.