Ο αστικός μύθος που, αν δεν ισχύει, είναι καταπληκτικό, αποκαλυπτικό ανέκδοτο λέει πως την περίοδο της ταραχώδους συνεργασίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με τον Στίβεν Κινγκ, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της Λάμψης, ο σκηνοθέτης τηλεφώνησε μέσα στη νύχτα, όπως το συνήθιζε, στον συγγραφέα, για να διαλύσει μια απορία ή, μάλλον, να επιβεβαιώσει μια υποψία του: «Για πες μου, Στίβεν, πιστεύεις στον Θεό;». «Φυσικά» απάντησε ο Κινγκ. «Το ήξερα» είπε ο Κιούμπρικ. Έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και δεν ξαναμίλησαν ποτέ! Το περιστατικό λέει πολλά, και εξηγεί ακόμη περισσότερα.

 

Η αναμενόμενη συνέχεια της Λάμψης, σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του αριστουργήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ελέγχεται πλήρως από τον συγγραφέα και των δύο θρίλερ φρίκης, όπως δείχνει εύγλωττα το όνομα του Στίβεν Κινγκ μπροστά από τον τίτλο, μια πρακτική που εφαρμόστηκε σε περιπτώσεις δημιουργών που κατάφεραν να υποχρεώσουν τις εταιρείες να τους φερθούν ως πρώτα ονόματα στη μαρκίζα, όπως η Τζακλίν Σουζάν ή Σαφάιρ για τη Μονάκριβη, και στην σπάνια κατηγορία των σκηνοθετών, π.χ. στον Φεντερίκο Φελίνι, στον Γουές Κρέιβεν, στον Ντάριο Αρτζέντο ή στον Τζον Κάρπεντερ.

 

Το Κακό της Λάμψης έχει αντικατασταθεί πλέον από τους κακούς, καθώς το ύφος του Στίβεν Κινγκ είναι ενδελεχές και φιλικότατο στην πλοκή και τις απτές ανατροπές ‒ αυτό είναι το ταλέντο που τον εξύψωσε στην κορυφή του είδους του.. . Η σκηνοθεσία του Μάικ Φλάναγκαν φαντάζει διατακτική (όχι διεκπεραιωτική) και φροντίζει να δέσει τον κύριο κορμό του θρίλερ, τοποθετώντας με χρονική ακρίβεια τις κομβικές στροφές της τεχνικής του Κινγκ. Ώσπου έρχεται το φινάλε και μας παραπέμπει στη Λάμψη που μας καθήλωσε και μας τρόμαξε όσο καμία άλλη.

Ο Κινγκ είχε κάνει ευρέως γνωστή την αντιπάθεια του για την απόδοση του Κιούμπρικ, επιμένοντας μέσα στις δεκαετίες πως, ενώ δεν είναι απαραίτητα κακή ταινία, απέχει αισθητά και διακριτά από το έργο που συνέλαβε και έγραψε ‒ έδωσε, μάλιστα, τις ευλογίες του για μια άλλη διασκευή, πιο μακροσκελή και περιγραφική. Παρακολουθώντας τον Δόκτορα Ύπνο, καταλαβαίνουμε τι εννοεί: στη Λάμψη ο κακός είναι το Κακό, μακριά από μια συγκεκριμένη, εύπεπτη μορφή και τη στενή διάσταση του χρόνου. Βούτυρο στο ψωμί του Κιούμπρικ, ο οποίος αντιλήφθηκε το ξενοδοχείο Overlook ως μια δαιμονική οντότητα και έδωσε διάσταση στην καταχωνιασμένη τρέλα που καταλαμβάνει τον Τζακ Τόρανς, πατέρα του προικισμένου με το χάρισμα της «λάμψης», μια υπεραντίληψης που ξεπερνά τον εγνωσμένο και τον ορατό κόσμο.

 

Στην ταινία του Μάικ Φλάναγκαν, ο Ντάνι (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) μεγάλωσε με το τραύμα αποτυπωμένο στον ψυχισμό του και στην άκρη του μυαλού του, με την απειλή μιας ομάδας αδίστακτων, επίσης χαρισματικών δολοφόνων που σκοτώνουν κυρίως νέα παιδιά με τη «λάμψη» για να εισπνεύσουν την αύρα τους και να προσεγγίσουν όσο γίνεται την αθανασία. Και γιατί αυτά τα σχεδόν απέθαντα κοράκια, που πίνουν τον πόνο των θυμάτων τους, δεν είχαν εντοπίσει τον Ντάνι τόσα χρόνια; Διότι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να απωθήσει τις ικανότητές του, αποτοξινώθηκε από τις ουσίες και βρήκε την κλίση του σε μια κλινική για ετοιμοθάνατους, απαλύνοντας με τις οξυμένες δυνάμεις του, και με το παρατσούκλι «Δόκτωρ Ύπνος» πλέον, το επώδυνο τέλος.

 

Μετά τον βίαιο θάνατο ενός αγοριού, μια έφηβη, η Άμπρα (που σέβεται το όνομά της), που κλονίζεται από την υπερβολική διαίσθησή της, τον εντοπίζει με το νου και τον παρακινεί να σταματήσουν τη φονική μανία της ανίερης ομάδας, της οποίας ηγείται η Ρόουζ (Ρεμπέκα Φέργκιουσον). Η μακρινή επικοινωνία τους εξελίσσεται σε μια βαθύτερη γνωριμία από κοντά και με την παρότρυνση φαντασμάτων ο Ντάνι πείθεται να ξυπνήσει επιτέλους, αφού ο σκοπός είναι σημαντικός.

 

Το Κακό της Λάμψης έχει αντικατασταθεί πλέον από τους κακούς, καθώς το ύφος του Στίβεν Κινγκ είναι ενδελεχές και φιλικότατο στην πλοκή και τις απτές ανατροπές ‒ αυτό είναι το ταλέντο που τον εξύψωσε στην κορυφή του είδους του. Ένας τακτοποιημένος συγγραφέας, όπως αυτός, δεν θα άντεχε άλλο ένα επικίνδυνο χάος όπως αυτό που φώλιαζε στη μελανή καρδιά της πρώτης κινηματογραφικής Λάμψης, γι' αυτό και η οργάνωση της δράσης και των χαρακτήρων στο λειτουργικό αυτό σίκουελ κατέχουν βασική θέση και ως έναν βαθμό πετυχαίνουν τον στόχο τους. Τα επιμέρους στοιχεία, ωστόσο, είναι πολλά και σπέρνονται παντού.

 

Η σκηνοθεσία του Μάικ Φλάναγκαν φαντάζει διατακτική (όχι διεκπεραιωτική) και φροντίζει να δέσει τον κύριο κορμό του θρίλερ, τοποθετώντας με χρονική ακρίβεια τις κομβικές στροφές της τεχνικής του Κινγκ. Ώσπου έρχεται το φινάλε και μας παραπέμπει στη Λάμψη που μας καθήλωσε και μας τρόμαξε όσο καμία άλλη. Εκτός από την εισαγωγή, όπου χρησιμοποιεί σκηνές απευθείας βγαλμένες από το original, ο Δόκτωρ Ύπνος στέκει με αυτονομία και διαφορετικό πνεύμα, ηθικά τοποθετημένος στο σήμερα, μέχρι να αυτοσυγκριθεί με ένα έργο που δεν τον συμφέρει να παλέψει. Μπορεί να επινοεί κάποιες λύσεις για το τι απέγινε ύστερα από το μακελειό, αλλά η Stanley Kubrick's Shining παραμένει ένα κουτί της Πανδώρας, χαίνον σαν ασυγκράτητος εφιάλτης και ανοιχτό σαν αμαρτία ακόμα και πέραν του μεταφυσικού.