Ο Λέναρντ, μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας, επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι στο Μπρούκλιν. Καθώς αναρρώνει γνωρίζει τη Μισέλ, μια μυστηριώδη, όμορφη γειτόνισσα με διάφορα προβλήματα, ενώ οι γονείς του τού γνωρίζουν τη Σάντρα, ένα τρυφερό κορίτσι, κόρη του ανθρώπου που θα αγοράσει την οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του Λέναρντ. Καθώς γνωρίζει και τις δυο κοπέλες ανακαλύπτοντας τις βαθύτερες πλευρές τους, αρχίζει να μπαίνει σε βαθιά συναισθηματικά διλήμματα για το πώς νιώθει, τι θέλει και τι πρέπει να κάνει.

Στα χέρια του Τζέιμς Γκρέι το Δυο Έρωτες γίνεται μια προσωπική, αργή και ατμοσφαιρική ταινία. Ο Φρεμό και ο Ζακόμπ του Φεστιβάλ Καννών πιστεύουν πως ο Γκρέι είναι ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς σκηνοθέτες, ενώ οι Αμερικάνοι κριτικοί κουνάνε το κεφάλι με απορία, μιας και τον θεωρούν το απόλυτο τίποτε - το κοινό κωφεύει στην άτυπη διαμάχη. Τα αποτελέσματά του δεν δίνουν δίκιο σε καμία από τις δυο πλευρές. Ο Γκρέι θέλει να μεταφέρει τις Λευκές Νύχτεςτου Ντοστογιέφσκι στο νεοϋορκέζικο Μπράιτον Μπιτς μιας εβραϊκής γειτονιάς κανονικών ανθρώπων. Ο μοναχικός ήρωας δεν είναι 26 ετών αλλά κατά μια δεκαετία μεγαλύτερος και, όπως και στην αισθηματική νουβελέτα του Ρώσου συγγραφέα, παθαίνει εμμονή, πλατωνική και στη συνέχεια ερωτική, με μια ξεχωριστή και βασανισμένη γυναίκα. Παρ' ότι η Βινέσα Σο και η Γκουίνεθ Πάλτροου είναι καλές και σκηνοθετημένες έτσι ώστε να αποδίδουν επακριβώς την απαιτούμενη αντίθεση στο μυαλό του Λέναρντ, η ταινία ανήκει στον Χοακίν Φίνιξ, επιπλέον και λόγω του ότι, σύμφωνα με δηλώσεις του, θα είναι και η τελευταία του εμφάνιση στο σινεμά - ελπίζω να κάνει πλάκα. Είναι ανοιχτός και σιωπηλά σπαρακτικός, εξαιρετικά πειστικός ως αφορμάριστος και συναισθηματικά διαταραγμένος άνδρας, ερωτικός στις σκηνές στο κλαμπ με την Πάλτροου. Μια πολύ απαιτητική, σκοτεινή ερμηνεία.