Ολόκληρο το ευρωπαϊκό νέο κύμα περνάει σαν αφρός μέσα από το Darling, από τον Βρετανό Τζον Σλέσιντζερ, ο οποίος μοιάζει να κάνει πλάκα στον υποτιθέμενα προχωρημένο Ότο Πρέμιντζερ με τα τολμηρά θέματα και τον σοβαροφανή χειρισμό, πασπαλίζοντας με μοιχεία, έκτρωση, ομοφυλοφιλία, live sex παράσταση, περιστασιακό τρανσβεστισμό και το θανάσιμο αμάρτημα της ανίας την ανερμάτιστη διαδρομή της νέας, όμορφης, άστατης και μνημειωδώς αναποφάσιστης Νταϊάνα Σκοτ από το μόντελινγκ και τα φευγαλέα όνειρα μιας οικογενειακής σταθερότητας στο Λονδίνο, στις κινηματογραφικές αποδράσεις στο Παρίσι, στην εναλλακτική παρένθεση στην Ιταλία και στα μεγαλεία με έναν γαλαοζαίματο, εξωτικό γάμο.

 

Η Νταϊάνα ή Darling είναι το μήλον της έριδος για τρεις άνδρες διαφορετικούς όσο η μέρα με τη νύχτα και η προσωποποίηση των mod '60s, η ζωντανή διαφήμιση της μόδας της οδού Κάρναμπι αυτοπροσώπως. Είναι τόσο αναπόσπαστα ταυτισμένη με την ηθοποιό που την ενσαρκώνει, την ακαταμάχητη Τζούλι Κρίστι, που ως έναν βαθμό η Κρίστι έκανε χρόνια να ξεφύγει από την εικόνα αυτή, παρά τον θηριωδώς επιτυχημένο Δόκτωρ Ζιβάγκο την ίδια χρονιά, την ψυχεδελική Πετούλια λίγο αργότερα και τους ρόλους της δίπλα στον Γουόρεν Μπίτι στα '70s.

 

Το πορτρέτο μιας νέας γυναίκας που κινείται με μοτέρ την ανατροφοδοτούμενη βαρεμάρα, διστάζοντας αυθεντικά, ανάλαφρα και πικρά ανάμεσα στο καθημερινό κυνήγι του fun και τη γλυκιά ποιότητα της οικόσιτης εγκατάλειψης παραμένει ζωντανό και διαχρονικό, κυρίως μέσα από τις εναλλασσόμενες διαθέσεις που αποδίδει ανάγλυφα η Κρίστι.

 

Την ανακαλύψαμε ξανά σε μια διάττουσας διάρκειας εξαιρετική ωριμότητα σε δύο καταπληκτικούς ρόλους, στο Afterglow (αναφορά του τίτλου, ενδεχομένως, στο Honeyglow από ένα εξώφυλλο που έκανε στο Darling) και στο Away from her.

 

Χωρίς να είναι ατάκτως ή τυχαία ερριμμένες, οι γαργαλιστικές τομές στα ταμπού της εποχής και το ψευδοντοκιμαντερίστικο κατά τόπους ύφος φανερώνουν ρυτίδες (το Όσκαρ στον σεναριογράφο Φρέντερικ Ραφαέλ δείχνει έναν ενθουσιασμό, αν και αναδρομικά είναι τραβηγμένο).

 

Όμως το πορτρέτο μιας νέας γυναίκας που κινείται με μοτέρ την ανατροφοδοτούμενη βαρεμάρα, διστάζοντας αυθεντικά, ανάλαφρα και πικρά ανάμεσα στο καθημερινό κυνήγι του fun και τη γλυκιά ποιότητα της οικόσιτης εγκατάλειψης παραμένει ζωντανό και διαχρονικό, κυρίως μέσα από τις εναλλασσόμενες διαθέσεις που αποδίδει ανάγλυφα η Κρίστι, η οποία, σε μια ενδιαφέρουσα βραδιά στα Όσκαρ της επόμενης χρονιάς, κέρδισε τη συμπατριώτισσα και συνονόματή της Τζούλι Άντριους. 

 

Η Μαρία φον Τραπ της τελευταίας (θυμίζω, μια μοναχή που κι εκείνη δεν καθόταν στα αυγά της και ερωτεύτηκε έναν άνδρα γοητευτικό και μεγαλύτερό της, με πολυμελέστατη οικογένεια) στην υγιεινή, κολλώδη, άψογα εκτελεσμένη Μελωδία της Ευτυχίας φαινόταν το ακριβώς αντίθετο από την κοσμική πεταλούδα Νταϊάνα, αν και μερικές ομοιότητες των δύο θηλυκών αρχέτυπων είναι διασκεδαστικές στο περίεργο μάτι μέσα στην εντυπωσιακή αντίθεσή τους.